Αλυσιδωτές επιπτώσεις στην κουλτούρα πληρωμών, στις ρυθμίσεις δανείων και ευρύτερα στο χρηματοπιστωτικό σύστημα εν μέσω της προσπάθειας για ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, δημιουργεί η εμπλοκή που υπήρξε στο θέμα των πλειστηριασμών. Αφορμή ήταν η απόφαση του Αρείου Πάγου που έκρινε ότι οι εταιρείες διαχείρισης (servicers) δεν έχουν το δικαίωμα να προχωρούν σε πράξεις αναγκαστικής εκτέλεσης μεταξύ των οποίων και πλειστηριασμούς για τις τιτλοποιήσεις που έχουν αναλάβει. Η σχετική απόφαση έρχεται σε πλήρη αντίθεση με δύο μεταγενέστερες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου και επισφραγίστηκε με την υπαναχώρηση από την πλευρά της κυβέρνησης να επιλύσει θεσμικά το θέμα, καλύπτοντας το νομοθετικό κενό μεταξύ των δύο νόμων για τις τιτλοποιήσεις, που ήταν και η αιτία της σύγχυσης που δημιουργήθηκε.
Το θέμα που, σύμφωνα με νομικούς κύκλους, θα μπορούσε να διευθετηθεί με μια ερμηνευτική διάταξη, γεφυρώνοντας το θεσμικό κενό μεταξύ των δύο νόμων (3156 του 2003 και 4904 του 2015), εξελίχθηκε σε μείζον πολιτικό με την αντιπολίτευση να εγκαλεί την κυβέρνηση ως εντολοδόχο των funds. Η κριτική άγγιξε τα ευαίσθητα κυβερνητικά αντανακλαστικά εν μέσω προεκλογικής περιόδου και επιπλέον συνέπεσε με τις σοβαρές αιτιάσεις από την πλευρά του υπουργείου Οικονομικών, με αφορμή τον εξωδικαστικό μηχανισμό για το κατά πόσον οι εταιρείες διαχείρισης «στέκονται στο ύψος των περιστάσεων», σύμφωνα με τη χαρακτηριστική φράση του αρμόδιου υπουργού Οικονομικών, και προβαίνουν σε ουσιαστικές ρυθμίσεις δανείων πριν προχωρήσουν στον πλειστηριασμό.
Η διάσταση απόψεων γύρω από δύο διαφορετικά πράγματα, που συνέπεσαν και συνδέθηκαν μοιραία μεταξύ τους, οδήγησε στην απόφαση η τελική λύση για το θέμα της νομιμότητας των εταιρειών διαχείρισης να εκτελούν πλειστηριασμούς να μη δοθεί νομοθετικά και να αναζητηθεί στην Ολομέλεια πλέον του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Η λύση αυτή, σύμφωνα με νομικούς κύκλους, θα απαιτήσει αρκετούς μήνες συντηρώντας μια εκκρεμότητα που είναι κρίσιμη για την ασφάλεια δικαίου, ενώ την ίδια στιγμή, σύμφωνα με πηγές της αγοράς, οι συνέπειες αυτής της αβεβαιότητας έχουν αρχίσει να φαίνονται στην καθημερινή πρακτική της διευθέτησης του ιδιωτικού χρέους των περίπου 100 δισ. ευρώ.
Με βάση πληροφορίες, ήδη ορισμένα Πρωτοδικεία της χώρας δεν παίρνουν αιτήσεις διαταγών πληρωμής κηρύσσοντας ένα είδος αρνησιδικίας, ενώ όσο συντηρείται η αβεβαιότητα, είναι εξαιρετικά πιθανό το κύμα αμφισβήτησης να διογκωθεί ακόμη και με αγωγές για πλειστηριασμούς που έχουν ήδη γίνει κατά το παρελθόν. Μια τέτοια εξέλιξη, όπως εξηγούν στελέχη από τον χώρο των servicers, δεν θα ανακόψει απλώς τα αναγκαστικά μέτρα και τους πλειστηριασμούς, αλλά θα πλήξει και τις ίδιες τις ρυθμίσεις, αφού θα επηρεάσει την κουλτούρα πληρωμών, η οποία έπειτα από πολύ κόπο είχε αποκατασταθεί σε μεγάλο βαθμό στη χώρα μας. «Χωρίς την απειλή των μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης, πολλοί οφειλέτες θα γυρίσουν την πλάτη τους στις ρυθμίσεις, δημιουργώντας εκ νέου έδαφος για στρατηγικούς κακοπληρωτές», εξηγεί στην «Κ» στέλεχος μιας εκ των μεγαλύτερων εταιρειών διαχείρισης στη χώρα, σημειώνοντας ότι κάτι τέτοιο θα είναι επ’ ωφελεία κυρίως επιχειρηματιών με μεγάλες οφειλές, που συστηματικά αποφεύγουν τις ρυθμίσεις και καταφεύγουν με ανακοπές στα δικαστήρια.
Γύρω από παρόμοια μεγάλα επιχειρηματικά συμφέροντα δημιουργείται άλλωστε και η ανάλογη δικηγορική ύλη, με συνέπεια αρκετά δικηγορικά γραφεία να ετοιμάζονται να αξιοποιήσουν την αβεβαιότητα που θα δημιουργηθεί έως την οριστική επίλυση του θέματος, που πιθανολογείται ότι θα δικαιώσει τις εταιρείες διαχείρισης ως προς τη νομιμότητα που διαθέτουν να κάνουν ενεργητική διαχείριση των οφειλών που έχουν αναλάβει, δηλαδή να κάνουν πράξεις αναγκαστικής εκτέλεσης απευθείας. Αυτό απεφάνθη άλλωστε ο Αρειος Πάγος με άλλες δύο σχετικές αποφάσεις που έχει εκδώσει και μάλιστα σε μεταγενέστερο χρόνο από την επίμαχη που αμφισβήτησε αυτό το δικαίωμα.
Σύμφωνα με στελέχη της αγοράς, η αβεβαιότητα που δημιουργείται για τους πλειστηριασμούς ανοίγει τον ασκό του Αιόλου όχι μόνο για τους διαχειριστές κόκκινων δανείων, αλλά και για τις τράπεζες, οι οποίες μεν έχουν πουλήσει τα κόκκινα δάνεια μεταβιβάζοντάς τα με βάση το σχέδιο «Ηρακλής» σε funds, αλλά έχουν στα βιβλία τους τα ομόλογα υψηλής εξασφάλισης (senior notes) που εκδόθηκαν στο πλαίσιο των τιτλοποιήσεων με την εγγύηση του ελληνικού Δημοσίου. Με δεδομένο ότι τα επιχειρηματικά σχέδια των τιτλοποιήσεων παρακολουθούνται ανά τακτά χρονικά διαστήματα προκειμένου να διαπιστωθεί εάν επιτυγχάνονται οι στόχοι των εισπράξεων, η προοπτική να χάσουν το rating που διαθέτουν από τους ανεξάρτητους οίκους πιστοληπτικής αξιολόγησης λόγω των κακών επιδόσεών τους στις ανακτήσεις, που σε ποσοστό από 20% έως και 40% βασίζονται σε πλειστηριασμούς –ανάλογα με τη συγκεκριμένη τιτλοποίηση–, είναι περισσότερο ορατή από ποτέ. Ο κίνδυνος αυτός, όπως εξηγούν αρμόδιες πηγές, δεν θα αφήσει στο απυρόβλητο και τους senior τίτλους που έχουν στα βιβλία τους οι τράπεζες, τη στιγμή μάλιστα που είναι ανοιχτή η συζήτηση με τη Eurostat για το κατά πόσον οι εγγυήσεις ύψους 18,7 δισ. ευρώ που παρείχε το Δημόσιο σε σύνολο τιτλοποιήσεων 47,9 δισ. ευρώ, θα πρέπει να εγγραφούν στο δημόσιο χρέος.
Διαβάστε τις Ειδήσεις σήμερα και ενημερωθείτε για τα πρόσφατα νέα.
Ακολουθήστε το Skai.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.