ΚΑΙΡΟΣ

Hot spot για θαλάσσιους καύσωνες o Θερμαϊκός Κόλπος στη Θεσσαλονίκη

Οι υψηλότερες θερμοκρασίες στον Θερμαϊκό παρατηρήθηκαν το 2021 και το 2023 ενώ τα καλοκαίρια αυτών των δύο ετών ήταν τα πιο ζεστά από τα ολόκληρη την περίοδο, επηρεάζοντας αρκετούς περιβαλλοντικούς και κοινωνικοοικονομικούς παράγοντες της περιοχής, όπως οι μυδοκαλλιέργειες

«Καυτό σημείο» (hot spot) για θαλάσσιους καύσωνες, δηλαδή για περιόδους ασυνήθιστα υψηλών θερμοκρασιών θαλασσινού νερού σε σύγκριση με τις τυπικές θερμοκρασίες, με συνέπειες στον ενάλιο πλούτο, αποτελεί ο Θερμαϊκός Κόλπος, σύμφωνα με ωκεανογραφική έρευνα που δημοσιεύτηκε πριν λίγες μέρες στο επιστημονικό περιοδικό «Journal of Marine Science and Engineering».

Στην έρευνα, στην οποία έγινε ανασκόπηση των σχετικών δεδομένων τις τελευταίες πέντε δεκαετίες, οι έντεκα ερευνητές, μεταξύ των οποίων και οι καθηγητές του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Γιάννης Ανδρουλιδάκης, Χρήστος Μακρής και Γιάννης Κρεστενίτης, αλλά και η Κατερίνα Κομπιάδου, από το Πανεπιστήμιο του Algarve, διαπιστώνουν ότι γεγονότα θαλάσσιου καύσωνα στον Θερμαϊκό «όχι μόνο συμβαίνουν κοντά στην επιφάνεια της θάλασσας, αλλά εκτείνονται επίσης σε ολόκληρη τη στήλη νερού, ειδικά στο ρηχότερο εσωτερικό».

Όπως αναφέρεται, οι υψηλότερες θερμοκρασίες στον Θερμαϊκό παρατηρήθηκαν το 2021 και το 2023 ενώ τα καλοκαίρια αυτών των δύο ετών ήταν τα πιο ζεστά από τα ολόκληρη την περίοδο, επηρεάζοντας αρκετούς περιβαλλοντικούς και κοινωνικοοικονομικούς παράγοντες της περιοχής, όπως οι μυδοκαλλιέργειες.

Επιπλέον, σύμφωνα με την έρευνα, οι θαλάσσιοι καύσωνες έχουν σημαντικές βιοχημικές επιπτώσεις, επηρεάζοντας το θαλάσσιο περιβάλλον και προκαλώντας γεγονότα μαζικής θνησιμότητας σημαντικών ζώντων οργανισμών με σημαντικές επιπτώσεις στην υδατοκαλλιέργεια, την αλιεία, τον τουρισμό και την ανθρώπινη υγεία.

Αύξηση και στην αλατότητα

Αύξηση έχει παρατηρηθεί επίσης στην αλατότητα, η οποία έφτασε στο υψηλότερο επίπεδο που μετρήθηκε μετά το 2020, γεγονός που σχετίζονται με υψηλές θερμοκρασίες και πιθανές αλλαγές στους ρυθμούς βροχοπτώσεων και τις εκροές εκροών ποταμών.

Είναι χαρακτηριστικό ότι οι αλλαγές στην αλατότητα μπορεί επίσης να επηρεάσουν την ποικιλότητα των ειδών, την αποδοτικότητα χρήσης των πόρων και την παραγωγικότητα, ειδικά στο πλαίσιο της κλιματικής αλλαγής, όπου οι βραχυπρόθεσμες αλλαγές θερμοκρασίας κατά τη διάρκεια των κυμάτων καύσωνα αναμένεται να αυξηθούν σε συχνότητα και το μέγεθος κατά τον 21ο αιώνα που διανύουμε τώρα.

Με αφορμή την έρευνα, ο βιολόγος και Μεταδιδακτορικός ερευνητής στο Ινστιτούτο Εφαρμοσμένων Βιοεπιστημών του EKETA, Δρ. Κωνσταντίνος Κουκάρας, επισημαίνει στο ΑΠΕ – ΜΠΕ ότι «γενικά σε παγκόσμιο επίπεδο η λεκάνη της Μεσογείου θεωρείται καυτό σημείο (hot spot) για τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής σε όλο τον κόσμο, που σημαίνει πως η περιοχή που αντιμετωπίζει πρώτη και σε πιο έντονο βαθμό τις συνέπειες της κλιματικής αλλαγής είναι η Μεσόγειος. Ειδικότερα στην περιοχή της Μεσογείου, καυτό σημείο φαίνεται ότι είναι ο Θερμαϊκός Κόλπος, αν και η αλήθεια είναι ότι τα χαρακτηριστικά που εμφανίζει, όπως η άνοδος της θερμοκρασίας, υπάρχουν και αλλού».

«Γενικά οι περιοχές και οι κλειστοί κόλποι όπου εκβάλλουν ποτάμια αλλά και τα οικοσυστήματα που βρίσκονται κοντά σε γεωργικές περιοχές είναι κάπως επιβαρυμένα» σημειώνει ενώ αναφέρει ότι στην κατάσταση αυτή προστίθενται και «οι ερυθρές παλίρροιες και οι βλεννώδεις μάζες που ταλαιπωρούν τα τελευταία πέντε χρόνια, ίσως και λίγο περισσότερα, πολλές περιοχές από τον Θερμαϊκό Κόλπο ως το βορειοανατολικό Αιγαίο».

«Οι βλεννώδεις μάζες είναι ένα είδος τζελ, που δημιουργείται στην ουσία από πολυζαχαρίτες που εκκρίνονται από διάφορα είδη μικροφυκών και πολυμερίζονται στο θαλάσσιο νερό. Καθώς το τζελ αυτό μετακινείται, επικολλώνται πάνω του διάφορες ουσίες και έτσι γίνεται πράσινο, καφέ, ή διάφανο ενώ προκαλεί προβλήματα στους αλιείς όταν βρίσκεται στα δίχτυα τους. Τότε τα δίχτυα είναι αδύνατον να σηκωθούν έξω από το νερό με συνέπεια οι ψαράδες να τα κόβουν και να πέφτουν στη θάλασσα. Αυτό συμβαίνει κάθε χρόνο, από τον Απρίλιο μέχρι και τον Ιούλιο, ωστόσο μέχρι στιγμής, φαίνεται ότι οι καιρικές συνθήκες το έχουν καθυστερήσει» σχολιάζει. Παράλληλα υπογραμμίζει ότι «ο Θερμαϊκός επηρεάζεται πολύ από τις υδάτινες μάζες της Μαύρης Θάλασσας που είναι πλούσιες σε ορισμένα θρεπτικά συστατικά και όταν μετακινούνται προς τις ακτές της Θράκης και της Μακεδονίας δημιουργούν τέτοια φαινόμενα».

Ο κ. Κουκάρας αναφέρθηκε, άλλωστε, στο θέμα μιλώντας χθες στη δεύτερη συνάντηση εργασίας για τον θαλάσσιο χωροταξικό σχεδιασμό που οργανώθηκε από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ) στο πλαίσιο του ερευνητικού προγράμματος REGINA – MSP, στο οποίο συμμετέχει το Τμήμα Μηχανικών Χωροταξίας και Ανάπτυξης του ΑΠΘ, με περιοχή μελέτης την Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας. Η συνάντηση τελούσε υπό την αιγίδα της Περιφέρειας.

Συστάσεις από τους ερευνητές

Πίσω στην έρευνα που δημοσιεύτηκε στο «Journal of Marine Science and Engineering», οι ειδικοί επισημαίνουν ότι «υπήρξε σοβαρή επιδείνωση της περιβαλλοντικής ποιότητας του Θερμαϊκού Κόλπου κατά τις δεκαετίες του 1970 και του 1980 όταν η επεξεργασία των αστικών λυμάτων απουσίαζε εντελώς.

Μετά τη δεκαετία του 1990 παρατηρήθηκε σταθερή τάση ανάκαμψης. Ωστόσο, μέχρι στιγμής, ο στόχος μιας ‘καλής περιβαλλοντικής κατάστασης’ που επιβάλλεται από την εθνική νομοθεσία και τις ευρωπαϊκές οδηγίες δεν έχει επιτευχθεί». Παράλληλα αναφέρεται ότι ο Θερμαϊκός Κόλπος είναι «ένα ανθεκτικό αλλά εύθραυστο παράκτιο οικοσύστημα, που αντιμετωπίζει έντονες πιέσεις από το φυσικό περιβάλλον και τις ανθρωπογενείς δραστηριότητες».

Οι βασικές συστάσεις των επιστημόνων περιλαμβάνουν τη δημιουργία ενός ευρέος δικτύου παρακολούθησης του Θερμαϊκού με μόνιμους και νέους σταθμούς, τον εντοπισμό και την παρατήρηση ανθρωπογενών στρεσογόνων παραγόντων, ενισχυμένα μέτρα προστασίας και ενσωμάτωση προηγμένων τεχνολογιών. Προτείνεται η σύσταση εποπτικού οργάνου προκειμένου να υποβοηθά τη διακυβέρνηση και η ανάληψη δράσεων για βιώσιμες λύσεις με σκοπό τον μετριασμό των ανθρωπογενών επιπτώσεων και την προώθηση πρακτικών φιλικών προς το περιβάλλον που είναι υψίστης σημασίας για την ανθεκτικότητα της περιοχής και τη διατήρηση των υπηρεσιών του οικοσυστήματος στο μέλλον.

«Πρέπει να αποφασίσουμε σαν χώρα τι θέλουμε για την περιοχή και μετά να βάλουμε τα κριτήρια για το τι θα γίνει» τόνισε και ο Κουκάρας. Παράλληλα γνωστοποίησε ότι η Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας, σε συνεργασία με το Αριστοτέλειο και το Δημοκρίτειο πανεπιστήμιο προσπαθούν να εφαρμόσουν νέες τεχνολογικές εφαρμογές με μηχανισμούς και τεχνητής νοημοσύνης ώστε τέτοια έκτακτα φαινόμενα να μπορούν να προβλεφθούν και η πληροφορία να κατευθύνεται αμέσως στη διοίκηση ώστε να λαμβάνονται εγκαίρως οι κατάλληλες αποφάσεις».

Τη διαβεβαίωση ότι η Περιφέρεια ξεκινάει με τα σωστά βήματα ώστε να φέρει στο τραπέζι τις κατάλληλες προτάσεις που στη συνέχεια θα υλοποιηθούν έδωσε ο Αντιπεριφερειάρχης Ανάπτυξης και Περιβάλλοντος Κεντρικής Μακεδονίας Στάθης Αβραμίδης, ο οποίος μίλησε στη συνάντηση εργασίας για τον θαλάσσιο χωροταξικό σχεδιασμό.

«Εμείς σαν περιφέρεια, με πρωτοβουλία του Περιφερειάρχη, Απόστολου Τζιτζικώστα, συνδράμουμε έτσι ώστε η περιφέρεια, η πανεπιστημιακή κοινότητα και ο απλός πολίτης να μπορεί να παρέμβει σε αυτές τις συναντήσεις που κάνουμε και προηγούνται του σχεδιασμού. Η όλη προσπάθεια αφορά αφενός τα θαλάσσια φωτοβολταϊκά πάρκα και αφετέρου το χωροταξικό της θάλασσας. Είμαστε πρωτοπόροι και σε αυτό το θέτουμε σε διαβούλευση ώστε να προχωρήσουμε στο χωροταξικό για το θαλάσσιο περιβάλλον» τόνισε χαρακτηριστικά στο ΑΠΕ – ΜΠΕ.

Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ