ΚΑΙΡΟΣ

Σουηδία: Το φαινόμενο του θερμοκηπίου περνά από το στομάχι

Οι Ευρωπαίοι θα πρέπει να περιορίσουν την κατανάλωση βόειου κρέατος και γαλακτοκομικών προϊόντων, αν θέλουν να επιτύχουν τους στόχους τους για τη μείωση των εκπομπών των αερίων που προκαλούν το φαινόμενο του θερμοκηπίου, δείχνει μελέτη Σουηδών επιστημόνων, τα αποτελέσματα της οποίας δόθηκαν σήμερα στη δημοσιότητα.

Η γεωργία και η αγροδιατροφική βιομηχανία ευθύνονται για το ένα τέταρτο των εκπομπών των αερίων αυτών, που είναι επιζήμια για το κλίμα στην ΕΕ.

«Μια μεγάλη μείωση, της τάξης του 50% ή μεγαλύτερη, της κατανάλωσης κρέατος βοοειδών είναι μάλλον αναπόφευκτη, αν θέλουμε να επιτύχουμε τους στόχους της ΕΕ», γράφουν οι τέσσερις ερευνητές που συνέταξαν την έκθεση αυτή, οι οποίοι είναι ειδικοί σε θέματα οικονομίας του περιβάλλοντος και βιολογίας.

«Δεν θα χρειαστεί να απαρνηθούμε εντελώς το κρέας», διευκρινίζει ο Στέφαν Βιρσένιους σε ανακοίνωση του Πολυτεχνείου Chalmers στο Γκέτεμποργκ. «Τα πουλερικά και οι χοίροι προκαλούν αρκετά χαμηλές εκπομπές αερίων που προκαλούν το φαινόμενο του θερμοκηπίου», επισημαίνει. 

Η παραγωγή μοσχαρίσιου κρέατος που περιέχει ένα κιλό πρωτεΐνης προκαλεί την εκπομπή 200 κιλών CO2, έναντι μόνον 10 ως 30 κιλών CO2 που προκαλεί η παραγωγή του αντίστοιχου σε περιεκτικότητα πρωτεϊνών κρέας από χοιρινό ή πουλερικό.

Για να περιοριστούν οι εκπομπές που προκαλούνται από την εκτροφή βοοειδών (τα οποία αντιπροσωπεύουν το 70% των ζώων κτηνοτροφίας σήμερα στην Ευρώπη) χρειάζεται επίσης να μειωθεί η ζήτηση σε γαλακτοκομικά προϊόντα. Ένα κιλό πρωτεϊνών που λαμβάνεται από γαλακτοκομικά προϊόντα ευθύνεται για τις τετραπλάσιες εκπομπές αερίων απ'ό,τι η αντίστοιχη ποσότητα πρωτεϊνών που προέρχεται από τα πουλερικά.

«Ένα διαρθρωτικό πέρασμα της ευρωπαϊκής παραγωγής από το βόειο κρέας στο χοιρινό κρέας και/ή σε αυτό των πουλερικών, ή από τα γαλακτοκομικά προϊόντα στη φυτική διατροφή, θα μπορούσε να αυξήσει σημαντικά, και όχι να μειώσει, την προσφορά παγκοσμίως σε πρωτεΐνες στη διατροφή», υπογραμμίζουν οι συντάκτες της έκθεσης αυτής, η οποία δημοσιεύεται στην επιθεώρηση Food Policy.
Πηγή: skai.gr