Κλείσιμο

«Καζαμπλάνκα»: 80 χρόνια από την πρεμιέρα της πιο αγαπημένης ταινίας όλων των εποχών

Το ρομάντζο που μετατράπηκε σε μία από τις σπουδαιότερες ταινίες του κινηματογράφου, λόγω της μνημειώδους ερμηνείας του Χάμφρεϊ Μπόγκαρντ και της αξεπέραστης γοητείας Ίνγκριντ Μπέργκμαν

Ίσως η πιο εμβληματική ταινία του παγκόσμιου κινηματογράφου, γνωστή ακόμη και σε αυτούς που δεν έχουν δει ποτέ σινεμά, η «Καζαμπλάνκα» είναι πάντα μέσα σε όλες τις λίστες των πέντε δέκα καλύτερων ταινιών όλων των εποχών και σίγουρα η πιο αγαπημένη των ιστορικών, της κριτικής και κυρίως των σινεφίλ.

Ένα πραγματικό κλασικό αριστούργημα, ένα ατόφιο δείγμα απίστευτης μαγείας, δικαιολογώντας τη φήμη της χρυσής εποχής του Χόλιγουντ, αποτελεί και μία από τις πλέον παράδοξες παραγωγές, καθώς ξεκίνησε ως ακόμη μία εμπορική προπαγανδιστική ταινία χαμηλού προϋπολογισμού, από την Warner, στο πλαίσιο της ενθάρρυνσης των Αμερικανών να ταχθούν με τις ευρωπαϊκές συμμαχικές δυνάμεις στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Στη βάση του είναι ένα απλό ρομαντικό μελόδραμα ενός ανεκπλήρωτου έρωτα, σε συνδυασμό με πατριωτικά μηνύματα και τον εξωτισμό της Καζαμπλάνκα.

Και όμως, αυτό το b' movies μετατράπηκε σε μία από τις σπουδαιότερες ταινίες του κινηματογράφου, λόγω του ευφυούς παραγωγού Χαλ Γουόλις, που πριν ένα χρόνο είχε παραδώσει το περίφημο «Γεράκι της Μάλτας», σε σκηνοθεσία του πρωτόβγαλτου Τζον Χιούστον και φυσικά τη μνημειώδη, για ακόμη μία φορά, ερμηνεία του Χάμφρεϊ Μπόγκαρντ.

Φέτος συμπληρώνοντας 80 χρόνια από την πρεμιέρα της ταινίας, είναι ευκαιρία να θυμηθούμε τη γοητευτική ιστορία πίσω από τα φώτα, τους πρωταγωνιστές της θρυλικής ταινίας και κυρίως τους λόγους που την κατέστησαν ως μία από τις πιο αγαπημένες ταινίες του κοινού. 

Η «Καζαμπλάνκα» παραμένει μία διαχρονική αξία, κάθε προβολή της θυμίζει τι σημαίνει γνήσιος κινηματογράφος, παραμένοντας φρέσκια και μεταδίδοντας αυθεντικό συναίσθημα, χιλιάδες συγκινήσεις, ακόμη και αν την έχεις δει δεκάδες φορές. Η ταινία τιμήθηκε με τρία Όσκαρ, αυτά της καλύτερης ταινίας, σκηνοθεσίας και σεναρίου -για άγνωστους λόγους δεν κέρδισε ακόμη πέντε Όσκαρ, για τα οποία είχε προταθεί.

Αυτά όμως έχουν μικρή έως ασήμαντη σημασία μπροστά στην αξία και κυρίως την απαράμιλλη γοητεία της ταινίας, που θα συνεχίσει να μαγεύει εκατομμύρια θεατές για πολλές δεκαετίες ακόμη και θα δικαιολογεί την εφεύρεση του κινηματογράφου, την ύπαρξη του Χόλιγουντ, ακόμη και όταν θα έχει μετατραπεί σε βιομηχανία βίντεο γκέιμ….

Ο Γουόλις, το θεατρικό και ο Ρίγκαν...

Όλα ξεκίνησαν όταν ο Χαλ Γουόλις πείστηκε από τη σεναριογράφο Άιριν Ντάιαμοντ να αγοράσει τα δικαιώματα του θεατρικού έργου των Μάρεϊ Μπάρνετ και Τζόαν Άλισον «Everybody Comes To Rick's», που ακόμη, όμως, δεν είχε ανέβει στο θέατρο. Ο Γουόλις ήθελε για σκηνοθέτη το καυτό όνομα της εποχής Γουίλιαμ Γουάιλερ, αλλά επειδή ήταν απασχολημένος σε άλλη ταινία, θα στραφεί τελικά στον φίλο του, τον αξιόπιστο Μάικλ Κέρτιζ, έναν εξαιρετικό μάστορα του Χόλιγουντ, με τεράστια εμπειρία στις ρομαντικές περιπέτειες -και όχι μόνο- με κλασικά φιλμ στο ενεργητικό του, όπως «Ο Ρομπέν των Δασών» με τον μοναδικό Ρομπέν της καρδιάς μας Έρολ Φλιν, «Κάπτεν Μπλουντ» και «Ο Αετός των Θαλασσών».

Το σενάριο ανέλαβαν οι αδελφοί Επστάιν με τον Έντουαρντ Κοχ, που έπρεπε να το μεταφέρουν στο σινεμά αλλά και να του δώσουν τελική μορφή, καθώς ήταν ελλιπές και το κυριότερο χωρίς φινάλε. Παρά τις φημολογούμενες διαμάχες, ακόμη και τους τσακωμούς στα παρασκήνια, στο τέλος θα εργαστούν όλοι πυρετωδώς και με μία χάρη, θα λεγε κανείς θεϊκή, για ένα τελικό αποτέλεσμα που δεν θα δικαίωνε απλώς τον Χαλ Γουόλις και τον Κέρτιζ, αλλά θα τους έστελνε στα ουράνια.

Ακόμη και για τους δυο πρωταγωνιστικούς ρόλους, υπήρξαν διαφωνίες, μέχρι να καταλήξει η παραγωγή στο γοητευτικότερο κινηματογραφικό ζεύγος του σινεμά, τον Μπόγκαρντ και την Μπέργκμαν. Αλήθεια, ποια θα ήταν η τύχη της ταινίας αν τελικά έπαιρνε τον πρωταγωνιστικό ρόλο του Ρικ η αρχική επιλογή της Warner Ρόναλντ Ρίγκαν; Τι θα είχε απομείνει από την κόντρα πλακέ ερμηνεία του ατάλαντου ηθοποιού και μετέπειτα προέδρου των ΗΠΑ;

Το σενάριο και ο Ρικ

H ιστορία απλή: Στη γαλλοκρατούμενη Καζαμπλάνκα, τόπος διαφυγής προς την Αμερική, όπου συνωθούνται αντιστασιακοί, φυγάδες, μαυραγορίτες, κατάσκοποι μέχρι και εγκληματίες, όλα περιστρέφονται γύρω από τον μυστηριώδη ιδιοκτήτη ενός φημισμένου κλαμπ- καζίνο, τον Ρικ. Ενός φαινομενικά ψυχρού, σκληρού και κυνικού άντρα, που κρύβει στην καρδιά του τα θρύψαλα μιας ερωτικής απογοήτευσης, αλλά και προσωπικών απογοητεύσεων. Ενός άντρα, που αν και έχει ηττηθεί καθοριστικά πολλές φορές, θα βρει το κουράγιο να δείξει το ηθικό του ανάστημα.

Ο Ρικ ελέγχει πλήρως την κατάσταση, μένοντας μακριά από τα παιχνίδια που παίζονται ακόμη και μέσα στο πολυτελές κλαμπ του, μέχρι που θα δει μπροστά του την Ίλσα, με τον διάσημο αντιστασιακό άντρα της. Τη γυναίκα που τον πλήγωσε άθελα της στο Παρίσι, λίγο πριν μπουν οι Γερμανοί, εγκαταλείποντάς τον να την περιμένει μάταια στο σταθμό του τρένου.

Τώρα, κι ενώ οι Γερμανοί περικυκλώνουν το μπαρ, πρέπει να πάρει θέση, να βάλει κάτω τα συναισθήματά του και να βοηθήσει τον διωκόμενο αντιστασιακό άντρα της.

Φιλμ νουάρ και ρίγη συγκίνησης

 Η χημεία Μπόγκαρντ- Μπέργκμαν αξεπέραστη, αλλά η σκηνοθεσία του Κέρτιζ, που θα είχε μείνει αδίκως στην αφάνεια αν δεν είχε στο ενεργητικό του την «Καζαμπλάνκα», αγγίζει την τελειότητα. Παίρνει ένα ρομαντικό μελόδραμα και του προσθέτει τόσο όσο πρέπει στοιχεία μυστηρίου, αγωνίας, πατριωτισμού, όπως στην περίφημη σκηνή στο κλαμπ όπου οι θαμώνες τραγουδούν τη Μασσαλιώτιδα, για να σκεπάσουν το τραγούδι των Γερμανών. Δεν είχε ακόμη διαρραγεί η σχέση ΗΠΑ-Γαλλίας, άλλωστε είναι μια εποχή, που το Χόλιγουντ γύριζε μέχρι και ηρωικά πολεμικά δράματα, για να αποθεώσει το θάρρος και την αυτοθυσία του σοβιετικού λαού!

 Και συνάμα με την ιδιοφυή επιλογή του Κέρτιζ να σκηνοθετήσει με τη φόρμα του φιλμ νουάρ, με σκοτεινά υγρά πλάνα, που δίνουν μοναδικά την αποπνικτική ατμόσφαιρα του Μαρόκου. Μόνο που η ταινία γυρίστηκε εξ ολοκλήρου στα στούντιο της Warner στην Καλιφόρνια και την τελική σκηνή στο αεροδρόμιο Βαν Άις του Λος Άντζελες, όπου θα καταγραφεί μία από τις πολλές αθάνατες ατάκες της ταινίας «νομίζω ότι πρόκειται για την αρχή μιας ωραίας φιλίας», που έγραψε ο ίδιος ο Γουόλις.

Ο αγέρωχος Μπόγκι και η λάμψη της Ίνγκριντ   

Ο Μπόγκαρντ κάνει μια ανεπανάληπτη εμφάνιση, ερμηνεύοντας με αυτοπεποίθηση αυτό που ήξερε να κάνει καλύτερα απ' οτιδήποτε άλλο, έναν αντιήρωα, σαρκαστικό, αγέρωχο, αδιαπέραστο από αισθήματα. Κι όμως θα έρθει η ώρα που θα ραγίσει, θα παραδοθεί στον μεγάλο έρωτα και ακόμη περισσότερο στον ανώτερο σκοπό, που είναι η αμφισβήτηση της κραταιάς ναζιστικής Γερμανίας και η συμβολή του στην ήττα της. Και μόνο η σκιά του είναι τόσο βαριά, που όταν εμφανίζεται εξαφανίζεται οτιδήποτε άλλο υπάρχει στο πλάνο, ενώ ακόμη και όταν λείπει από αυτό, η προσμονή τής εμφάνισής του δημιουργεί στο κοινό μία -στα όρια του μεταφυσικού- ευφορία.

Από κοντά και η Ίνγκριντ Μπέργκμαν, που σε κάθε εμφάνισή της λάμπει, καθίσταται γνήσιο σύμβολο της ζωής, του πάθους και της ελευθερίας. Και ταυτόχρονα, ισάξια με τον Μπόγκι, έτοιμη να θυσιάσει τον μεγάλο έρωτά της και τη δική της ευτυχία για χάρη τού καθήκοντος. Δεν είναι μία φαμ φατάλ, αλλά ένα πρότυπο αθωότητας, μια αυθεντική γυναίκα που λατρεύεις.

Ο Κλοντ Ρέινς και η πριμαντόνα

Ωστόσο, τεράστια ήταν και η συμβολή των δεύτερων ρόλων, καθώς εκπληκτικοί καρατερίστες έδωσαν αυτό το κάτι παραπάνω. Πρωτίστως, ο θαυμάσιος Κλοντ Ρέινς, ο δεύτερος τη τάξει τυχοδιώκτης της ταινίας, ο Γάλλος αξιωματικός που παίζει με τους Γερμανούς, αλλά στο τέλος προτιμά τη φιλία του Μπόγκαρντ. Ακολούθως, η φοβερή φάτσα του Πίτερ Λόρε, που στα λίγα λεπτά που εμφανίζεται με τα τρομαγμένα μάτια, δίνει όλο το κλίμα της εποχής. Η καλοσυνάτη φιγούρα του Ντούλεϊ Γουίλσον, στον ρόλο του περίφημου πιανίστα και τραγουδιστή Σαμ, αλλά και ο λιπαρός μαυραγορίτης Σίντνεϊ Γκρίνστριτ. Και βεβαίως ο συμπρωταγωνιστής και μάλλον ο πλέον αδιάφορος του καστ Πολ Χενράιτ, στο ρόλο του αντιστασιακού και συζύγου της Ίλσα, που σνόμπαρε τον Μπόγκι και τσακώθηκε με την Μπέργκμαν, η οποία τον είχε χαρακτηρίσει «πριμαντόνα», λόγω της σνομπ συμπεριφοράς του.

 «As Time Goes By»

Βεβαίως υπήρχαν και όλοι αυτοί που βρίσκονταν πίσω από τις κάμερες και έκαναν τα δικά τους θαύματα. Εκτός από τους σεναριογράφους, ήταν και ο μέγιστος διευθυντής φωτογραφίας Άρθουρ Έντισον, που φίλμαρε σε σκοτεινό ασπρόμαυρο, παραπέμποντας σαφώς στα φιλμ νουάρ και στον γερμανικό εξπρεσιονισμό, έπαιξε με τις σκιές και τις λάμψεις, συμβάλλοντας τόσο στο μυστήριο, την ένταση, αλλά και στη συγκίνηση, που κυριαρχεί από τα μισά και έπειτα σε όλη την ταινία. Άξιος συμπαραστάτης και ο φημισμένος συνθέτης κινηματογραφικής μουσικής Μαξ Στάινερ, ο οποίος έγραψε και το αθάνατο τραγούδι «As Time Goes By», το οποίο παραμένει ηχητικό σήμα κατατεθέν της ταινίας και μιας ολόκληρης χρυσής εποχής για το Χόλιγουντ.

Πηγή: skai.gr