Σήμερα συμπληρώνονται 29 χρόνια από τον θάνατο της Μελίνας Μερκούρη. Η Μελίνα δεν νοιάστηκε να αφήσει το αποτύπωμά της. Να γεμίσει εν ζωή τον τόπο με πινακίδες και αλλά θυμητικά κάθε λογής. Δεν νοιάστηκε, γιατί το αποτύπωμά της υπήρχε ήδη. Ηταν η Στέλλα του Κακογιάννη. Η Μήδεια του Βολανάκη. Η Κλυταιμνήστρα και η ηρωίδα των έργων του Τενεσί Ουίλιαμς του Κουν. Και μαζί η Μελίνα της αντίστασης κατά της δικτατορίας που έκανε όσα έγιναν γνωστά και όσα αποσιώπησε, αυτή η υποτίθεται τόσο εξωστρεφής, από σεμνότητα. Η Μελίνα ήταν από μόνη της το αποτύπωμά της.
Ήταν η γυναίκα που έκανε γνωστή στα πέρατα του κόσμου την Ελλάδα όσο καμία άλλη. Η Μελίνα του «Ποτέ την Κυριακή», που αναστάτωσε τις Κάννες με το συρτάκι, η Μελίνα του αντιδικτατορικού αγώνα που ενόχλησε τους συνταγματάρχες σε βαθμό που της αφαίρεσαν την ιθαγένεια, η Μελίνα των Γλυπτών του Παρθενώνα που διεκδίκησε την επιστροφή τους μέχρι τον θάνατό της, η Αμαλία-Μαρία (όπως τη βάφτισαν) Μερκούρη, η υπουργός Πολιτισμού των κυβερνήσεων του Ανδρέα Παπανδρέου.
Πίστευε ακράδαντα ότι «ο πολιτισμός είναι η βαριά βιομηχανία μας». Ότι είναι ένα σοβαρό εξαγώγιμο προϊόν και ότι έχει μεγάλη σημασία και αξία η ανάδειξή του. «Η Ελλάδα πρέπει να πρωταγωνιστεί για τον Πολιτισμό. Η Ελλάδα αυτό είναι. Η κληρονομιά της, η περιουσία της. Και αν το χάσουμε αυτό δεν είμαστε κανείς», είχε πει η ίδια σε μια συνέντευξη της στην ΕΡΤ.
Οραματιζόταν μέχρι τον θάνατό της την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα από το Βρετανικό Μουσείο. Η ίδια ξεκίνησε την εκστρατεία θίγοντας το θέμα επίσημα στη Διεθνή Διάσκεψη Υπουργών Πολιτισμού της UNESCO, τον Ιούλιο του 1982, στο Μεξικό. «Πρέπει να καταλάβετε τι σημαίνουν τα Γλυπτά του Παρθενώνα για εμάς», δήλωνε. «Είναι το καμάρι μας. Είναι οι θυσίες μας. Είναι το υπέρτατο σύμβολο ευγένειας. Είναι φόρος τιμής στη δημοκρατική φιλοσοφία. Είναι η φιλοδοξία και το όνομά μας. Είναι η ουσία της ελληνικότητάς μας». Και τόνιζε: «Αν με ρωτήσετε εάν θα ζω όταν τα Γλυπτά του Παρθενώνα επιστρέψουν στην Ελλάδα, σας λέω πως ναι, θα ζω. Αλλά κι αν ακόμη δεν ζω πια, θα ξαναγεννηθώ». Προκειμένου να υποβοηθηθεί το αίτημα της επιστροφής των Γλυπτών, το 1989 προκήρυξε διαγωνισμό για την κατασκευή ενός νέου Μουσείου της Ακρόπολης, δίνοντας παράλληλα έμφαση στις εργασίες αναστήλωσης της Ακρόπολης, αλλά και στη διάσωση της πολιτιστικής μας κληρονομιάς.
Η Μαρία-Αμαλία (Μελίνα) Μερκούρη γεννήθηκε στις 18 Οκτωβρίου 1920 στην Αθήνα, από πολιτική οικογένεια. Ήταν κόρη του στρατιωτικού και πολιτικού, Σταμάτη Μερκούρη (1895-1967). Παππούς της ήταν ο γιατρός και πολιτικός, Σπύρος Μερκούρης (1856-1939), ο μακροβιότερος δήμαρχος Αθηναίων. Θείος της ήταν ο Γεώργιος Μερκούρης (1886-1943), επιφανής εκπρόσωπος του εθνικοσοσιαλισμού στην Ελλάδα, ο οποίος διετέλεσε διοικητής της Εθνικής Τράπεζας κατά τη διάρκεια της Κατοχής.
Η νεαρή Μελίνα, παντρεύτηκε σε νεαρή ηλικία τον κατά πολύ μεγαλύτερό της πλούσιο κτηματία, Παναγή Χαροκόπο, με τον οποίο χώρισε το 1962. Στην Κατοχή, συνδέθηκε ερωτικά με τον μαυραγορίτη και δωσίλογο Φειδία Γιαδικιάρογλου, μια σχέση για την οποία απολογήθηκε αρκετές φορές.
Κατηγορήθηκε ότι ζούσε πλουσιοπάροχα, ενώ ο λαός λιμοκτονούσε. Η ίδια, θα παραδεχθεί ότι αντλούσε χρήματα από τους δύο πάμπλουτους άντρες της και τα διοχέτευε στην Αντίσταση, ενώ με τις γνωριμίες της βοηθούσε στη διάσωση αντιστασιακών. Τους ισχυρισμούς αυτούς επιβεβαίωσαν αρκετοί συνάδελφοί της από τον καλλιτεχνικό χώρο.
Το 1943 αποφάσισε να ακολουθήσει καριέρα ηθοποιού και έγινε δεκτή στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου από την οποία αποφοίτησε το 1946. Το 1944 έκανε το ντεμπούτο της στη σκηνή με το έργο του Αλέξη Σολομού «Το μονοπάτι της λευτεριάς», που κατέβηκε γρήγορα λόγω των «Δεκεμβριανών». Τα επόμενα χρόνια συνεργάστηκε με το Εθνικό Θέατρο και τους θιάσους Κατερίνας και της Μαρίκας Κοτοπούλη.
Στον κινηματογράφο πρωτοεμφανίστηκε το 1955 με την θρυλική ταινία του Μιχάλη Κακογιάννη «Στέλλα». Η παρουσία της στις Κάννες γοήτευσε τον Αμερικανό σκηνοθέτη Ζιλ Ντασέν και από τις ακτές της γαλλικής Ριβιέρας ξεκίνησε η καλλιτεχνική και προσωπική τους σχέση, η οποία ολοκληρώθηκε με γάμο το 1966. Με τον Ντασέν γύρισε τις ταινίες «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται (1957), από το ομώνυμο μυθιστόρημα του Νίκου Καζαντζάκη, «Ο νόμος» (1958), «Ποτέ την Κυριακή» (1960), «Φαίδρα» (1962) και «Τοπκαπί» (1964).
Η ταινία που εκτόξευσε τη φήμη της ήταν το «Ποτέ την Κυριακή», που της χάρισε ένα βραβείο ερμηνείας στο Φεστιβάλ των Καννών και μια υποψηφιότητα για Όσκαρ τον επόμενο χρόνο. Η γεμάτη μπρίο ερμηνεία της στο τραγούδι του Μάνου Χατζιδάκι «Τα Παιδιά του Πειραιά», φανέρωσε μια άλλη πτυχή του ταλέντου της. Ο ίδιος ρόλος, της πόρνης 'Ιλια με την καλή καρδιά, της χάρισε το 1967 και μια υποψηφιότητα για το βραβείο Τόνι, στη θεατρική μεταφορά της ταινίας στο Μπρόντγουεϊ, με τίτλο «Ίλια Ντάρλινγκ».
Από το 1981 έως το 1989 και από το 1993 έως το 1994 διετέλεσε υπουργός Πολιτισμού και λάμπρυνε με την παρουσία της και τις πολιτικές της το συγκεκριμένο υπουργείο. Όραμά της ήταν η επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα από το Βρετανικό Μουσείο. Δημιούργησε τα Δημοτικά Περιφερειακά Θέατρα για να έρθει ο κάτοικος της επαρχίας σε επαφή με το θέατρο, ενώ δική της έμπνευση ήταν και η δημιουργία του θεσμού της «Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης».
Η Μελίνα Μερκούρη άφησε την τελευταία της πνοή στις 6 Μαρτίου 1994, σε νοσοκομείο της Νέας Υόρκης, όπου νοσηλευόταν με καρκίνο των πνευμόνων.
Διαβάστε τις Ειδήσεις σήμερα και ενημερωθείτε για τα πρόσφατα νέα.
Ακολουθήστε το Skai.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.