Τρία παλιά σινεμά της αστικής Αθήνας, «Ιντεάλ», «Άστορ», «Ίριδα», με ιστορία σχεδόν ενός αιώνα, δίνουν τη δική τους μάχη απέναντι στην αμφιλεγόμενη ανάπλαση του ιστορικού αθηναϊκού κέντρου, την επέλαση των βραχυχρόνιων μισθώσεων και των αλυσίδων ξενοδοχείων και καταστημάτων. Ένας αγώνας άνισος, αν δει κανείς τα οικονομικά μεγέθη που διακυβεύονται. Και δεν είναι τα μόνο ελληνικά σινεμά που κινδυνεύουν. Εδώ και χρόνια οι συνοικιακοί κινηματογράφοι αντιμετωπίζουν ζήτημα επιβίωσης, έχοντας να ανταγωνιστούν από τη μια πλευρά τις διαδικτυακές πλατφόρμες, από την άλλη την πανδημία την τελευταία τριετία. Σε αυτά προστίθενται οι συνέπειες της οικονομικής κρίσης των προηγούμενων ετών και η διαχρονική απουσία συντονισμένης κρατικής στήριξης του κλάδου.
Οι αντικειμενικές δυσκολίες άλλωστε στον χώρο της ελληνικής κινηματογραφικής παραγωγής είναι γνωστές. Τις ακούσαμε για άλλη μια φορά από νέους, κυρίως, κινηματογραφιστές στο περιθώριο του επιτυχημένου Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου στο Βερολίνο. Κατάμεστες αίθουσες, ενθουσιώδεις συζητήσεις με σκηνοθέτες, ηθοποιούς και συντελεστές ταινιών κι ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο: «Η ταινία δημιουργήθηκε κάτω από δύσκολες συνθήκες», «Μέσα στην πανδημία δεν είχαμε τα μέσα», «Δεν υπάρχουν έτσι κι αλλιώς χρήματα για σινεμά», «Εδώ και χρόνια οι ταινίες γίνονται σε περιβάλλον κρίσεων», «Είναι ‘do it yourself’». Ένας δύσκολος δρόμος, που όμως αποτελεί επιλογή ζωής για όσους τελικά αποφασίσουν να τον διαβούν, όπως είπε και σε συνέντευξή του στην DW ο Βαγγέλης Μουρίκης, εμβληματικός πρωταγωνιστής του σύγχρονου ελληνικού κινηματογράφου και τιμώμενο πρόσωπο στο Βερολίνο.
Ορμή για κινηματογραφική δημιουργία παρά τα εμπόδια
«Καμιά φορά γίνονται και θαύματα. Ακόμη πιο σπάνια μπορεί να συμβούν και σε σένα» ανέφερε στην DW από την πλευρά του ο νεαρός σκηνοθέτης Γιώργος Γούσης, που με την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του, τα «Μαγνητικά Πεδία» (Magnetic Fields), γυρισμένη εξ ολοκλήρου στο λοκντάουν τα Χριστούγεννα του 2020 σε μια έρημη Κεφαλονιά, κατάφερε να αποσπάσει σειρά σημαντικών βραβείων και την ελληνική υποψηφιότητα για το Όσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας. Ένα ιδιόμορφo road movie που πραγματεύεται θέματα όπως η προσωπική κρίση, η φυγή, η αναζήτηση διεξόδου εκεί όπου δεν υπάρχει, η συντροφικότητα, η ελευθερία. Κι όλα σε ένα μουντό, αφιλόξενο σκηνικό με την απουσία ανθρώπων, πλην των δύο πρωταγωνιστών.
Σε ταινίες σαν τα «Μαγνητικά Πεδία», που γεννήθηκαν μέσα σε έκτακτες συνθήκες όπως η πανδημία, αναδύεται όμως και μια νέα αισθητική, αλλόκοτη, όπως άλλωστε πλέον και η ίδια η πραγματικότητα. Πρόκειται για μια αβίαστη, ορμητική ελληνική κινηματογραφία με την υπογραφή πολλών νεαρών κινηματογραφιστών που ζουν και εκφράζονται μέσα στη σύνθετη ελληνική κοινωνία. «Φεύγαμε από μια κλεισούρα, παίζαμε ελεύθεροι σε ένα άδειο νησί. Υποσυνείδητα αυτή η χαρά, αυτό που μας έλειπε την περίοδο της πανδημίας, πέρασε μέσα στην ταινία» αναφέρει ο Γιώργος Γούσης. «Είναι αναγκαίο ίσως για τους καλλιτέχνες να φτάνουν ορισμένες φορές σε ένα τέλμα για να δημιουργήσουν. Αλλά και για να ρισκάρουν», παρατηρεί σχολιάζοντας τις συνθήκες κάτω από τις οποίες η γενιά του είναι αναγκασμένη να φτιάχνει ταινίες. «Για κάποιους βέβαια αυτό είναι κουραστικό».
Ειλικρινείς αντικατοπτρισμοί του νεοελληνικού εαυτού μας
Με μια ευρύτερη ματιά πάντως σε ταινίες νέων δημιουργών που ξεχώρισαν στο Βερολίνο και οι οποίες εδώ και καιρό διαγράφουν τη δική τους πορεία εντός και εκτός ελληνικών συνόρων, αντιλαμβάνεται κανείς ότι έχουν κάποιες κοινές συνιστώσες, άλλοτε υπερτονισμένες κι άλλοτε πιο αθόρυβες, υπαινικτικές. Όπως τα κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα που ωθούν μεγάλα τμήματα του πληθυσμού στα όριά τους, τα ταμπού ή τις χρόνιες δομικές δυσλειτουργίες της ελληνικής κοινωνίας, αρχής γενομένης από την πυρηνική οικογένεια. Δύο ταινίες που καταγράφουν με ρεαλιστική ματιά τι συμβαίνει πίσω από τις κλειστές πόρτες πολλών ελληνικών σπιτιών είναι το «Black Stone» του Σπύρου Ιακωβίδη, που απέσπασε και το βραβείο Emerging Greeks Award, μια ταινία που θεματοποιεί το αρχέτυπο της θρυλικής «ελληνίδας μάνας» που υποκαθιστά ακόμη και το κράτος, καθώς και ζήτηματα που σχετίζονται με την αναπηρία, τον ρατσισμό, την παροιμιώδη ελληνική γραφειοκρατία. Άλλη μια ταινία γυρισμένη στην πανδημία με αναφορές σε μια Ελλάδα που παραπαίει.
Όπως και η συγκλονιστική ταινία «Με αξιοπρέπεια» (Dignity) του Δημήτρη Κατσιμίρη, γυρισμένη σε ένα μικροαστικό σαλονάκι, όπου τρία αδέρφια με τους/ τις συντρόφους τους ερίζουν για το τι μέλλει γενέσθαι με τον γέροντα πατέρα τους, κατάκοιτο μετά από εγκεφαλικό. Οικονομική πίεση, κληρονομικά, στενοί εν πρώτοις αλλά τελικά αδούλευτοι δεσμοί αίματος, αδυναμία διαλόγου, φωνές και πίσω από όλα αυτά σκληρές αλήθειες, κρυμμένες για χρόνια, που βγαίνουν στην επιφάνεια και οδηγούν σε τέλμα. Και η «Dignity» γυρίστηκε σε συνθήκες κορωνοϊού, με ελάχιστα μέσα. Μια προσωπική κατάθεση του σκηνοθέτη, μετά από χρόνια εργασίας ως κοινωνικός λειτουργός στην ελληνική επαρχία, αλλά και μετά από μια οχτάμηνη παραμονή της αδερφής του σε ελληνικό δημόσιο νοσοκομείο.
Διαβάστε τις Ειδήσεις σήμερα και ενημερωθείτε για τα πρόσφατα νέα.
Ακολουθήστε το Skai.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.