Της Μαρίνας Ζιώζιου
Η μετατροπή της Μονής της Χώρας σε τζαμί, η λειτουργία του οποίου εγκαινιάσθηκε την παραμονή της επισκέψεως του κ. Μητσοτάκη στην Τουρκία, επικρίθηκε δριμύτατα από υπουργούς και σχολιαστές. Ο κ. Μητσοτάκης αναφέρθηκε στο θέμα στη συζήτησή του με τον κ. Ερντογάν και στις δηλώσεις που ακολούθησαν εξέφρασε την ικανοποίησή του ότι η Μονή της Χώρας -ως τζαμί- θα είναι ανοικτή σε επισκέπτες αλλόθρησκους. Ούτως ή άλλως, αυτό συμβαίνει και μετά τη μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε ισλαμικό τέμενος. Αυτό είναι που ενδιαφέρει άλλωστε και την UNESCO.
Την πεποίθησή του ότι η τουρκική πλευρά θα επαναξιολογήσει τη μετατροπή της Μονής της Χώρας σε τζαμί, μετά και την επίσκεψη του Έλληνα πρωθυπουργού στην Άγκυρα, εξέφρασε και ο υπουργός Εξωτερικών, Γιώργος Γεραπετρίτης, απαντώντας πριν από λίγες ημέρες σε επίκαιρη ερώτηση στη Βουλή.
Θέση για το ζήτημα πήρε και η Διαρκής Ιερά Σύνοδος αναφέροντας χαρακτηριστικά: «Εκφράζουμε την έντονη δυσαρέσκειά μας και τον προβληματισμό μας για την απόφαση της κυβέρνησης της Τουρκίας να μετατρέψει, μετά την Αγία Σοφία Νίκαιας, την Αγία Σοφία Τραπεζούντας και την Αγία Σοφία Κωνσταντινουπόλεως, και το εν λόγω ιστορικό χριστιανικό μνημείο, από Μνημείο Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς, σε σύμβολο επιβολής ισχύος και σε σημείο διχασμού και διάσπασης».
Ένα μοναδικό βυζαντινό μνημείο
Η Μονή της Χώρας υπήρξε αντικείμενο μελέτης για πολλούς Ευρωπαίους περιηγητές καθώς και μελετητές της Βυζαντινής αρχαιολογίας και τέχνης. Σύμφωνα με την κυρία Ναταλία Πούλου, Καθηγήτρια Βυζαντινής Αρχαιολογίας ΑΠΘ και Πρόεδρος του ΔΣ του Ευρωπαϊκού Κέντρου Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Μνημείων, η Μονή της Χώρας υπήρξε μία από τις σημαντικότερες βυζαντινές Μονές της Κωνσταντινούπολης και από τα καλύτερα διατηρημένα θρησκευτικά μνημεία.
Όπως αναφέρει στο skai.gr η κυρία Πούλου, «ήταν βασιλική μονή, υποστηριζόμενη από την αυτοκρατορική αυλή σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας της. Το μνημείο έχει μακρά ιστορία, αν και είναι πολύ γνωστό κυρίως για την οικοδομική φάση που χρονολογείται στον 14ο αιώνα. Το κτίσμα που βλέπουμε σήμερα είναι αποτέλεσμα των οικοδομικών φάσεων του τέλους του 11ου, του πρώιμου 12ου και του 14ου αιώνα».
Σύμφωνα με την καθηγήτρια, αν και παλαιότερα θεωρείτο ότι η πρώτη φάση του μνημείου χρονολογείται στην πρωτοβυζαντινή περίοδο, οι έρευνες του P.A. Underwood έδειξαν ότι ο ναός χτίστηκε μεταξύ των ετών 1077 και 1081 από την πεθερά του Αλεξίου Α΄ Κομνηνού (1081-1118) Μαρία Δούκαινα, πάνω σε παλαιότερα κτίσματα του 6ου και του 9ου αιώνα. Η ανακατασκευή του πρώιμου 12ου σχετίζεται με τον Σεβαστοκράτορα Ισαάκ Κομνηνό, εγγονό της Μαρίας Δούκαινας το 1118. Ίσως το κτήριο καταστράφηκε μερικώς κατά την περίοδο 1204-1261.
«Ο 14ος αιώνας θεωρείται ότι είναι η Χρυσή περίοδος του μνημείου. Η σημερινή μορφή της αρχιτεκτονικής και του μνημειακού του διακόσμου είναι της εποχής του Θεόδωρου Μετοχίτη. Ο Μετοχίτης, ο οποίος είναι ο χορηγός για την ανακατασκευή του ναού και τη διαμόρφωση του εσωτερικού διακόσμου όπως τον βλέπουμε σήμερα, υπήρξε Λογοθέτης του Γενικού (1315-1321) του αυτοκράτορα Ανδρονίκου Β’ Παλαιολόγου. Η φάση αυτή περιλαμβάνει την προσθήκη του εξωνάρθηκα, την κατασκευή πλευρικού παρεκκλησίου στη νότια πλευρά του καθολικού της Μονής με ταφική χρήση και τη διακόσμηση του καθολικού με ψηφιδωτά και του παρεκκλησίου με τοιχογραφίες. Ο διάκοσμος του αποτελεί ένα από τα πιο σημαντικά δείγματα της παλαιολόγειας Αναγέννησης του πρώτου τέταρτου του 14ου αι. Σήμερα σώζονται τα ψηφιδωτά στον εσωνάρθηκα, τον εξωνάρθηκα και ελάχιστα θέματα στον ναό. Το παρεκκλήσιο διατηρεί ακέραιο τον εντοίχιο του διάκοσμο (τοιχογραφίες)», τονίζει η κυρία Ναταλία Πούλου.
Το σύγχρονο ενδιαφέρον για τη Μονή της Χώρας επικεντρώθηκε, σχεδόν, αποκλειστικά στα ψηφιδωτά και τις τοιχογραφίες που κοσμούν το εσωτερικό του ναού. Οι αναστηλωτικές εργασίες και εργασίες αποκατάστασης του μνημειακού του διακόσμου, συνοδευόμενες και από κάποιες περιορισμένης εμβέλειας ανασκαφές, που διεξήχθησαν μεταξύ του 1947-1959 από το Αμερικανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο οδήγησαν στη θεμελιώδη και πολύτιμη έκδοση της τρίτομης μονογραφίας του Paul Atkins Underwood, «The Kariye Djami» (1966). Στη συνέχεια ο Αμερικανός καθηγητής Robert Ousterhout θα δημοσιεύσει την μελέτη του (αντικείμενο της διδακτορικής του διατριβής) για την αρχιτεκτονική της Μονής της Χώρας (1987). Στο έργο του μελετώνται οι παλιότερες φάσεις του μνημείου, ενώ αναδεικνύεται και η μορφολογία του κτηρίου.
«Παρά τη μοναστική χρήση της Χώρας, ο χαρακτήρας των εικονογραφικών της προγραμμάτων προσφέρεται ως ένα σπάνιο για το Βυζάντιο δείγμα του σχολαστικισμού, που ανθεί στην Ιταλία κατά τον 14ο αιώνα. Είναι αλήθεια ότι το κύριο χαρακτηριστικό της Χώρας είναι το διαλεκτικό περιεχόμενο της διακόσμησής της, που υπαγορεύεται από μια ορθολογική και πολύπλοκη θεώρηση, προφανώς υπό την άμεση εποπτεία του αστρονόμου και λόγιου κτήτορά της, του Θεόδωρου Μετοχίτη.
Το Ευρωπαϊκό Κέντρο Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Μνημείων (ΕΚΒΜΜ), αμέσως μετά την απόφαση της μετατροπής του μνημείου από μουσείο σε μουσουλμανικό τέμενος το καλοκαίρι του 2020, αποφάσισε τη διεξαγωγή Διεθνούς Επιστημονικού Συμποσίου για τη Μονή της Χώρας στην Κωνσταντινούπολη με τίτλο “Re(dis)covering Chora: The Byzantine Νame of the Rose”.
Στο υβριδικό συμπόσιο, που πραγματοποιήθηκε τον Νοέμβριο του 2021, συμμετείχαν διακεκριμένοι βυζαντινολόγοι από την Ελλάδα και το εξωτερικό (Γαλλία, Ιταλία, Ρωσία, Τουρκία, Ηνωμένες Πολιτείες), οι οποίοι ανέδειξαν εκ νέου στη διεθνή επιστημονική κοινότητα τη μεγάλη σημασία του μνημείου», προσθέτει η Καθηγήτρια Βυζαντινής Αρχαιολογίας ΑΠΘ και Πρόεδρος του ΔΣ του Ευρωπαϊκού Κέντρου Βυζαντινών.
Θα λειτουργεί όπως η Αγία Σοφία
Το τζαμί θα λειτουργεί στο πρότυπο της Αγίας Σοφίας. Tα ψηφιδωτά στους τοίχους στον χώρο της προσευχής καλύφθηκαν, ενώ καθορίστηκε περιοχή που θα την επισκέπτονται οι τουρίστες με ξεναγό.
Η Αγία Σοφία κείται στον αυχένα της χερσονήσου, εκεί που ήταν το διοικητικό και θρησκευτικό κέντρο της πόλης από τα χρόνια ακόμη του αρχαίου Βυζαντίου, στην πλαγιά του πρώτου λόφου προς την Προποντίδα. Στα χρόνια του Βυζαντίου –όπως και σήμερα- γειτνίαζε προς βορρά με την Αγία Ειρήνη, με την οποία σε κοινό περίβολο συναποτελούσαν τη Μεγάλη Εκκλησία. Μόνο ο ξενώνας του Σαμψών τις χώριζε.
Όπως γράφει ο Χριστόφορος Σωφρονίου στο βιβλίο του «Το Εισοδικό της Αγίας Σοφίας», εκδόσεις Δόμος (2019), «… η Αγία Σοφία ήταν ο καθεδρικός ναός και η Αγία Ειρήνη είναι λίγο παλαιότερη από την Αγία Σοφία, κάηκε κι αυτή στη στάση του Νίκα, ξαναχτίστηκε από τον Ιουστινιανό και είχε διατελέσει από την προκωνσταντίνεια ήδη περίοδο μέχρι το 415, επισκοπικός ναός του Βυζαντίου.
Η Αγία Σοφία που βλέπουμε σήμερα και θαυμάζουμε, είναι η τρίτη κατά σειρά εκκλησία με το ίδιο όνομα και στην ίδια περίπου θέση. Ήταν και οι δύο προηγούμενες λαμπρά οικοδομήματα και καταστράφηκαν από πυρκαγιά.
Η πρώτη θεμελιώθηκε από τον Μεγάλο Κωνσταντίνο, κατά το δεύτερο έτος της βασιλείας του το 326 και ονομάστηκε Αγία Σοφία, για να τιμά τον Λόγο, το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, τη σοφία του Θεού Πατρός. Οι κάτοικοι μάλιστα την εποχή εκείνη συνήθιζαν να την αποκαλούν απλά Σοφία…».
Ωστόσο, είτε γιατί ο ναός έμεινε ημιτελής είτε γιατί είχε υποστεί ζημιές από σεισμό, εγκαινιάστηκε πάλι το 360, 34 χρόνια μετά την πρώτη θεμελίωσή του, από τον αυτοκράτορα Κωνστάντιο, γιο και διάδοχο του Μ. Κωνσταντίνου, επί πατριαρχίας του αρειανού Ευδοξίου. Είναι, μάλιστα, πιθανό τότε να ονομάστηκε Αγία Σοφία, σύμφωνα με τον συγγραφέα, ενώ μέχρι τότε ονομαζόταν Μεγάλη Εκκλησία.
Την εικοστή Ιουνίου του 404, επί της Βασιλείας του Αρκαδίου, έγινε η εξέγερση των Ιωαννιτών ή Ξυλοκερκιτών, που αντιδρούσαν στην αυθαίρετη εξορία του αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου. Τότε στο πλαίσιο των βίαιων επεισοδίων πυρπολήθηκε ο ναός του Θεού Σοφίας. Μαζί με την εκκλησία κάηκε και το γειτονικό κτήριο της Συγκλήτου.
Η πρώτη Αγία Σοφία, λοιπόν, είναι συνυφασμένη με την προσωπικότητα του αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου. Από εκεί εξακόντισε τους κατηχητήριους λόγους του και εκπαίδευσε τον λαό του Θεού. Από εκεί στηλίτευσε όμως και την άδικη πολιτεία των αυτοκρατόρων Αρκαδίου και Ευδοξίας και άλλων μεγαλοσχημόνων της εποχής, και αυτό ήταν και η αιτία της εκπτώσεώς του από τον θρόνο και της εξορίας του.
Εξαιρετικό ενδιαφέρον έχει ότι ο ναός αυτός, η πρώτη Αγία Σοφία, τιμήθηκε και από το πέρασμα του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου. Όπως μας πληροφορεί ο κ. Σωφρονίου, «ο πατήρ αυτός, μετά τον θάνατο του αρειανού Ουάλεντος και ενόσω ακόμη ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος παρεπιδημούσε στη Θεσσαλονίκη, προσκλήθηκε στην Κωνσταντινούπολη, ή μάλλον εκβιάστηκε από τις παρακλήσεις των κατατρεγμένων ελαχίστων Ορθοδόξων να μεταβεί εκεί προκειμένου να τους στηρίξει απέναντι στους αιρετικούς οπαδούς του Αρείου, του Μακεδονίου και του Απολλιναρίου πού κυριαρχούσαν απόλυτα. Ήταν ακόμη επίσκοπος Σασίμων και τοποτηρητής Ναζιανζού. Δεν βρήκε τότε ούτε μία εκκλησία στα χέρια των Ορθοδόξων σε ολόκληρη την Πόλη. Τελούσε για καιρό τις ακολουθίες για το μικρό του ποίμνιο σε μια οικεία συγγενών του. Με τον καιρό όμως, με την υποστήριξη του Μεγάλου Θεοδοσίου, και καθώς ο ποιμενικός αυλός της θεολογίας του, παράλληλα με την αγία βιοτή του, μετέστρεφε και επανευαγγελιζόταν τους αιρετικούς, η μία μετά την άλλη οι ενορίες και οι αντίστοιχοι ναοί της Πόλης έθεταν το ποίμνιό τους κάτω από το ωμόφορο του Αγίου Πατρός και τη σκέπη της Ορθοδοξίας».
Τότε, και πριν παραδώσει την πατριαρχία και την προεδρία της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου στον διάδοχό του άγιο Νεκτάριο, θα πρέπει ο άγιος Γρηγόριος ως πατριάρχης πλέον Κωνσταντινουπόλεως να ιερουργούσε και να κήρυττε στην Αγία Σοφία που ήταν τότε η καθέδρα του επισκόπου Κωνσταντινουπόλεως (ενώ οι εργασίες της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου λάμβαναν χώρα στην Αγία Ειρήνη).
Επί δέκα περίπου χρόνια μετά την εξέγερση- όπως προαναφέραμε- η πρώτη Αγία Σοφία παρέμεινε μισοκαμένη και ερειπιώδης. Επί αυτοκράτορος όμως Θεοδοσίου του Β΄ ανακαινίστηκε, υπό την επιστασία του μαγίστρου Ρουφίνου, επεκτάθηκε και λαμπρύνθηκε. Την 11η δε Ιανουαρίου του 415, την ημέρα που τελούνταν οι ανά διετία καθιερωμένοι εορτασμοί για τα γενέθλια της Πόλης, εγκαινιάστηκε εκ νέου από τον Πατριάρχη άγιο Αττικό.
Εκατόν δεκαεπτά χρόνια παρέμεινε σε λειτουργία η σεβάσμια αυτή εκκλησία. Συνδέθηκε με ιερά πρόσωπα και στέγασε γεγονότα με μεγάλη ιστορική βαρύτητα. Σ’ αυτήν καθιερώθηκε επί Λέοντος του Α΄(457 – 474), η ανάρρηση των αυτοκρατόρων να γίνεται με την ευλογία της Εκκλησίας και συμβολικά η στέψη τους από τον Πατριάρχη.
Το 532 όμως, επί Ιουστινιανού πλέον και Θεοδώρας των αυτοκρατόρων, πυρπολήθηκε μαζί με το μεγαλύτερο μέρος της Πόλης. Σαράντα μέρες μετά την καταστολή της στάσης του Νίκα, και συγκεκριμένα στις 23 Φεβρουαρίου του 533, άρχισε ο Ιουστινιανός την οικοδόμηση της τρίτης Αγίας Σοφίας.
Πηγή: skai.grΔιαβάστε τις Ειδήσεις σήμερα και ενημερωθείτε για τα πρόσφατα νέα.
Ακολουθήστε το Skai.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.