Μια από τις πιο επιτυχημένες παραγωγές της των τελευταίων ετών αναβιώνει η Εθνική Λυρική Σκηνή. Η Λαίδη Μάκβεθ του Μτσενσκ, η εμβληματική όπερα του 20ού αιώνα, το συγκλονιστικό αριστούργημα του Ντμίτρι Σοστακόβιτς, ύστερα από την ενθουσιώδη υποδοχή που της επιφύλαξε το αθηναϊκό κοινό το 2019, επιστρέφει στην Αίθουσα Σταύρος Νιάρχος της ΕΛΣ, στο Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος, στις 21, 24, 27, 31 Οκτωβρίου και 5, 9 Νοεμβρίου 2023.
Διευθύνει ο Φαμπρίτσιο Βεντούρα, ενώ την επιτυχημένη σκηνοθεσία υπογράφει η Φανί Αρντάν με τη συνεργασία μιας δημιουργικής ομάδας διεθνούς ακτινοβολίας. Η παραγωγή υλοποιείται με τη στήριξη της δωρεάς του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος (ΙΣΝ) για την ενίσχυση της καλλιτεχνικής εξωστρέφειας της Εθνικής Λυρικής Σκηνής.
Η υπόθεση, η οποία βασίζεται σε νουβέλα του Νικολάι Λεσκόφ, αφορά την Κατερίνα Ισμαήλοβα, σύζυγο ευκατάστατου εμπόρου, η οποία νιώθει παραμελημένη και εγκλωβισμένη στον γάμο της. Ερωτεύεται έναν από τους εργάτες του αγροκτήματός της και για χάρη του φτάνει ως τον φόνο του πεθερού και του συζύγου της. Η Κατερίνα παντρεύεται τον αγαπημένο της, όμως οι φόνοι αποκαλύπτονται και το ζευγάρι συλλαμβάνεται. Στον δρόμο για τη Σιβηρία η Κατερίνα αρπάζεται με μια νέα υποψήφια ερωμένη του συζύγου της και μαζί της παρασύρεται από τα παγωμένα νερά του ποταμού. Ο Ντμίτρι Σοστακόβιτς εκκινεί από το ζήτημα της θέσης της γυναίκας στην επαρχιακή προεπαναστατική Ρωσία και επιλέγει να σατιρίσει με μεγάλη οξυδέρκεια θεσμούς της ίδιας εποχής, όπως η εκκλησία και η τσαρική αστυνομία.
Ο Σοστακόβιτς γεννήθηκε το 1906 στην Αγία Πετρούπολη και αναδείχτηκε σε έναν από τους σημαντικότερους συνθέτες του 20ού αιώνα. Η σχέση του με το σοβιετικό καθεστώς, ιδιαίτερα κατά τη σταλινική περίοδο, δεν υπήρξε εύκολη καθώς το ύφος του δεν συμβάδιζε με τις ντιρεκτίβες περί τέχνης και δύο φορές κατηγορήθηκε επίσημα για φορμαλισμό. Επηρεάστηκε από τα νεοκλασικά έργα του Ίγκορ Στραβίνσκι και στα συμφωνικά του έργα από τη γλώσσα του Γκούσταφ Μάλερ, διαμόρφωσε όμως ένα απολύτως αναγνωρίσιμο προσωπικό πολυστιλιστικό ιδίωμα. Συνέθεσε έργα κάθε είδους, ανάμεσα στα οποία 15 συμφωνίες, 6 κοντσέρτα, 15 κουαρτέτα εγχόρδων, χορωδιακά έργα, μουσική για μπαλέτο και για τον κινηματογράφο, έργα για πιάνο, κύκλους τραγουδιών και οπερέτες. Ολοκλήρωσε δύο όπερες, τη Μύτη (1930) και τη Λαίδη Μάκβεθ του Μτσενσκ (1934, β΄ γραφή ως Κατερίνα Ισμαήλοβα, 1962) ενώ άφησε προσχέδια για αρκετές ακόμα. Πέθανε το 1975 από καρκίνο του πνεύμονα.
Πριν φθάσει να θεωρείται ένα από τα δημοφιλέστερα έργα του 20ού αιώνα, η Λαίδη Μάκβεθ του Μτσενσκ λογοκρίθηκε από το σταλινικό καθεστώς. Όταν πρωτοπαρουσιάστηκε το 1934 σε ένα από τα παλαιότερα λυρικά θέατρα της Ρωσίας, το Μιχαηλόφσκι, και λίγο αργότερα στο Θέατρο Τέχνης Στανισλάφσκι της Μόσχας έγινε αμέσως δεκτή με ενθουσιασμό και καταγράφηκε ως η σημαντικότερη όπερα της σοβιετικής περιόδου. Λίγους μήνες αργότερα, στις 26 Δεκεμβρίου 1935, ανέβηκε στο Μπολσόι της Μόσχας – εκεί όπου λίγες μέρες αργότερα την παρακολούθησε ο Ιωσήφ Στάλιν, ο οποίος όμως αποχώρησε πριν το τέλος του έργου. Σε ένα από τα επόμενα φύλλα της η εφημερίδα Πράβντα –το επίσημο όργανο του Κομμουνιστικού Κόμματος– δημοσίευσε άρθρο με τίτλο «Σύγχυση αντί για μουσική: Σχετικά με την όπερα Λαίδη Μάκβεθ της περιοχής Μτσενσκ». Μετά από αυτό ο συνθέτης έλαβε τεράστιο πλήγμα με αποτέλεσμα να μην ολοκληρώσει καμία άλλη όπερα μέχρι τον θάνατό του, παρότι άφησε προσχέδια για αρκετές.
Αν και μετά τον θάνατο του Στάλιν ο Σοστακόβιτς επέφερε τροποποιήσεις στην παρτιτούρα, πάλι δεν του επετράπη η παρουσίαση της όπερας. Το πολυπόθητο πράσινο φως δόθηκε τη δεκαετία του ’60, με αποτέλεσμα η ανανεωμένη εκδοχή του έργου να κάνει εκ νέου τον γύρο του κόσμου, ως μια από τις σημαντικότερες όπερες του 20ού αιώνα. Σημαντικό μέρος της δύναμης της όπερας οφείλεται στη μεγάλη ποικιλία της μουσικής, η οποία είναι έντονα ποιητική. Το έργο δεν ξεχωρίζει μονάχα για την ωμότητα και τη σκληρότητά του, αλλά είναι εξίσου βαθιά συγκινητικό, όχι μόνο στην τελική σκηνή του, η οποία συνοψίζει αιώνες πόνου και στέρησης στη Ρωσία.
Τη σκηνοθεσία του έργου υπέγραψε το 2019 η Φανί Αρντάν, μια σπουδαία μορφή του γαλλικού σινεμά και του θεάτρου. Η σταρ των δεκάδων ταινιών και θεατρικών, η μούσα του Τρυφώ, η πρωταγωνίστρια του Τζεφιρέλλι και του Πολάνσκι, η μοναδική «γυναίκα της διπλανής πόρτας» με τον Ντεπαρτιέ, δοκιμάστηκε με μεγάλη επιτυχία για πρώτη φορά στην όπερα με την Εθνική Λυρική Σκηνή, μετά τις δύο σκηνοθεσίες μουσικού θεάτρου που είχε υπογράψει στο Θέατρο Σατλέ στο Παρίσι (τη Βερονίκη του Μεσσαζέ το 2008 και το Passion του Ζόντχαϊμ το 2016). Η τολμηρή και αιχμηρή της σκηνοθεσία φωτίζει ζητήματα όπως η ατομική ελευθερία, η τόλμη, τα πυρακτωμένα όρια.
Η σκηνοθέτρια σημειώνει: «Η Λαίδη Μάκβεθ μάς προτάσσει έναν καθρέφτη. Και κοιταζόμαστε. Η Λαίδη Μάκβεθ είναι το άγριο είδωλό μας, ατίθασο και ελεύθερο. Πώς ζει το κομμάτι του εαυτού μας που αντιστέκεται στους νόμους, μέσα σε μια κοινωνία συμβατική και ομοιόμορφη; Το να αγαπάς τους εγκληματίες είναι ένα ρίσκο. Κι εγώ το παίρνω. Αγαπώ την Κατερίνα Ισμαήλοβα. Δεν είναι μόνο ένας χαρακτήρας του Λεσκόφ, σε μια όπερα του Σοστακόβιτς, αλλά είναι επίσης και ένα πρόσωπο πάντοτε παρόν, ακόμα και στη δική μας εποχή, και, όντας προσεκτικοί, μπορούμε να το συναντήσουμε. Αγαπώ αυτούς που δεν φοβούνται την ετυμηγορία, τις κυρώσεις της κοινωνίας, τα κόμματα, τις ομάδες, τη συλλογική σκέψη. Τους κοιτάζω που ζουν σε ένα τεντωμένο σύρμα, εύθραυστο ίσως, αλλά δονούμενο και πυρακτωμένο. Τρέμω τη στιγμή που θα πέσουν. Καταλαβαίνω ότι προτιμούν να πεθάνουν από το να καταστρέψουν το όνειρό τους. Δέχομαι ότι αποτελούν κίνδυνο για την κοινωνία των εμπόρων και των κερδών. Θαυμάζω το κόστος που είναι διατεθειμένοι να πληρώσουν για να μείνουν ελεύθεροι και να ακολουθήσουν το πάθος τους. Το να λογοδοτούν αποτελεί μέρος του δικού τους κανόνα του παιχνιδιού. Χαίρομαι που έχουν διατρέξει τη ζωή τους σαν αστέρια σε ένα ηλιακό σύστημα με μαύρο ήλιο. Λατρεύω την ιστορία της Κατερίνας, της Λαίδης Μάκβεθ από την επαρχία του Μτσενσκ. Για μένα είναι σαν μια εικόνα. Την πήρα σαν ένα δώρο που θα ήθελα να σας προσφέρω. Είπα στον εαυτό μου: Δεν έχει σημασία η εποχή, η πολιτική. Δεν έχουν σημασία οι περιστάσεις, το πλαίσιο. Δεν έχουν σημασία οι νόμοι. Θα υπάρχουν πάντοτε αυτοί που υπακούουν και εκείνοι που διατάζουν, αυτός που ακολουθεί και εκείνος που οδηγεί, αυτός που μπαίνει στη σειρά και εκείνος που την αφήνει έτσι, μια μέρα ή μιαν άλλη, μετά από πολύν καιρό αναμονής της αληθινής και βίαιης χαράς, γιατί το κάλεσμα της ζωής είναι ισχυρότερο από οτιδήποτε άλλο. Κι έτσι, κρατώ τη Λαίδη Μάκβεθ στην περιοχή του Μτσενσκ, στην επαρχία της, στην αυτοκρατορία των τσάρων, στο περιβάλλον της, αυτό των εμπόρων. Η μουσική του Σοστακόβιτς, με ακόμη περισσότερο πλούτο και πιο έντονη αντίθεση από το ίδιο το κείμενο, μας εξιστορεί την περιπλοκότητα της Κατερίνας και των αντιπάλων της, το πώς η μελαγχολία της νικήθηκε από τον θυμό, τη βλασφημία και την πράξη χωρίς επιστροφή, το πώς αυτή η αντιφατική και σκανδαλώδης ηρωίδα μάς κάνει να θέλουμε να ζήσουμε, ακόμα και ως επί το πλείστον με κίνδυνο. Και αφού οι ελληνικές ακτές με καλωσόρισαν, είθε και οι θεοί του Ολύμπου, αν καταδεχτούν να με κοιτάξουν, να με καθοδηγήσουν και να με προστατέψουν».
Πηγή: skai.grΔιαβάστε τις Ειδήσεις σήμερα και ενημερωθείτε για τα πρόσφατα νέα.
Ακολουθήστε το Skai.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.