Στις 27 Απριλίου 1941 τα ναζιστικά στρατεύματα καταλαμβάνουν την Αθήνα και υψώνουν τη σβάστικα στην Ακρόπολη. Ένα από το πιο φρικτά κεφάλαια της ελληνικής ιστορίας ξεκινά, η κατοχή. Έχουν γραφτεί πολλά, όμως όχι όλα.
Σε αυτό κατατείνουν σχεδόν όλοι οι ερευνητές που μελετούν ακόμη την περίοδο της κατοχής. Μια τέτοια περίπτωση είναι τα ελληνικά μαρτυρικά χωριά, τα οποία βρίσκονται στο επίκεντρο ενός νέου βιβλίου που κυκλοφορεί προσεχώς από τις εκδόσεις Springer στα αγγλικά, βασισμένο στη διδακτορική διατριβή του πολιτικού επιστήμονα Μπάμπη Καρπουχτσή, επιστημονικού συνεργάτη στο τμήμα Πολιτικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Xέλμουτ Σμιτ των Γερμανικών Ενόπλων Δυνάμεων στο Αμβούργο.
«Γερμανική Εξωτερική Πολιτική και Μαρτυρικά Χωριά. Πολιτική Συμφιλίωσης προς την Ελλάδα και ο ρόλος της Αναγνώρισης», είναι ο τίτλος της διατριβής που εκπονήθηκε στο Πανεπιστήμιο της Ιένας και η οποία βραβεύθηκε πρόσφατα από την Εταιρεία Νοτιοανατολικής Ευρώπης και το Ίδρυμα Φριτς και Χέλγκα Έξνερ.
«Ήθελα να δω πώς λειτουργεί η γερμανική εξωτερική πολιτική συμφιλίωσης απέναντι στην Ελλάδα και συγκεκριμένα στα μαρτυρικά χωριά: πώς αισθάνονται οι άνθρωποι σε αυτούς τους τόπους, ποια είναι τα χαρακτηριστικά αυτής της πολιτικής» αναφέρει στην DW ο Μπάμπης Καρπουχτσής που ζει στο Βερολίνο.
Χαρτογραφώντας τα ελληνικά μαρτυρικά χωριά
Η ιδέα γεννήθηκε την περίοδο της οικονομικής κρίσης, όταν ο ίδιος εργαζόταν ως νεαρός ανεξάρτητος πολιτικός σύμβουλος. Τότε ασχολήθηκε με τη συζήτηση για την περίοδο της ναζιστικής κατοχή στην Ελλάδα, η οποία ξαναβρέθηκε στην επικαιρότητα, όπως και με το θέμα των πολεμικών επανορθώσεων και αποζημιώσεων, αλλά και με τη λεγόμενη γερμανική πολιτική συμφιλίωσης.
«Όσο περισσότερο ερχόμουν σε επαφή με ανθρώπους από μαρτυρικά χωριά μέσω της δουλειάς μου, έβλεπα ότι πολλοί δεν ήταν πεπεισμένοι ότι αυτή η γερμανική προσπάθεια έχει βάθος ή σοβαρότητα. Αυτό που οι Γερμανοί έβλεπαν ως θέληση συμφιλίωσης, δεν το βίωναν αντίστοιχα οι άνθρωποι στην Ελλάδα» θυμάται.
Στο πλαίσιο της έρευνας βασίστηκε σε πρωτογενή και δευτερογενή βιβλιογραφία και ταξίδεψε σε δέκα μαρτυρικά χωριά, ανάμεσά τους στην Κάνδανο της Κρήτης, το Δίστομο, τα Καλάβρυτα, το Λέχοβο και τα Σέρβια Κοζάνης, κάνοντας συνεντεύξεις με εκπροσώπους μαρτυρικών χωριών, μέλη τοπικών συλλόγων, δημάρχους, ιερείς και κατοίκους που ασχολούνται ενεργά με την τοπική ιστορική μνήμη.
«Όταν τελείωσα το διδακτορικό, έναν χρόνο περίπου πριν, τα ελληνικά μαρτυρικά χωριά ήταν 124. Αυτή τη στιγμή πρέπει να είναι συνολικά 140 κοινότητες σε 60 δήμους».
Ο χαρακτηρισμός ενός τόπου ως μαρτυρικού υπόκειται σε τρία κριτήρια του ελληνικού υπ. Εσωτερικών: είτε θα πρέπει να έχει καταστραφεί περί το 80% της δομικής ύλης ενός τόπου είτε ένας τόπος να έχει υποστεί απώλεια πληθυσμού περί το 10% από εκτελέσεις, σφαγές ή βομβαρδισμούς ή τέλος να συμπίπτουν τα δύο προηγούμενα κριτήρια.
Μετά τον πόλεμο: Η στάση της Ελλάδας και της Γερμανίας
Ποια ήταν όμως η στάση της Ελλάδας και της Γερμανίας μεταπολεμικά;
«Η Ελλάδα μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο εισέρχεται σε εμφύλιο. Αυτόματα οι μαρτυρικοί τόποι μπαίνουν σε δεύτερη μοίρα και δεν υπάρχει συγκεκριμένη βοήθεια γι' αυτούς τους τόπους και τους κατοίκους τους που βίωσαν τη φρίκη. Η ελληνική πολιτεία δεν βοήθησε, καθώς είχε να ασχοληθεί με άλλα προβλήματα. Στην Ελλάδα ο τίτλος ‘μαρτυρική πόλη’ αρχίζει να υπάρχει επίσημα από το 1993. Αργότερα μπαίνει και ο τίτλος ‘μαρτυρικό χωριό’» σημειώνει ο ερευνητής.
Όσο για τη Γερμανία, «η επίσημη γερμανική πολιτεία -πριν αλλά και μετά την πτώση του Τείχους και την Επανένωση- αρνήθηκε οποιαδήποτε βοήθεια. Υπήρχαν κάποιοι οργανισμοί ή μεμονωμένοι άνθρωποι που έκαναν προσπάθειες. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της Σραμ φον Τάντεν στα Καλάβρυτα, η οποία βοηθούσε Καλαβρυτινές χήρες και προσπάθησε να προσφέρει βοήθεια και σε κάποια άλλα μαρτυρικά χωριά. Όμως η ίδια πάντα πρόσεχε να μην δημιουργηθεί η εντύπωση ότι αυτή η βοήθεια προέρχεται από το επίσημο γερμανικό κράτος ή ότι πρόκειται για κάποιο είδος αποζημιώσεων».
Όσο για το κατά πόσον η ιστορία των μαρτυρικών χωριών μπορεί να συνδεθεί με το αίτημα πολεμικών επανορθώσεων και αποζημιώσεων ο ερευνητής εκτιμά ότι υπάρχει σύνδεση. «Το αίσθημα αδικίας στους μαρτυρικούς τόπους είναι πολύ έντονο. Επίσης η μνήμη εκεί βαραίνει περισσότερο. Το βιώνουν αλλιώς οι άνθρωποι εκεί στην καθημερινότητά τους, είτε επειδή βλέπουν το μνημείο στην πλατεία είτε επειδή έχουν μια φορά τον χρόνο την ημέρα μνήμης ή επειδή οι ίδιοι είναι απόγονοι θυμάτων. Μου έχουν πει άνθρωποι σε μαρτυρικά χωριά ότι μέχρι να φύγουν από το χωριό τους 16 ή 17 χρονών δεν ήξεραν ότι οι γυναίκες φορούν χρώματα, τις ήξεραν μόνο μαυροντυμένες. Υπάρχουν τόποι όπου οι άνθρωποι μεγάλωσαν σε σπίτια, γνωρίζοντας ότι εκεί δολοφονήθηκαν οι άνθρωποί τους. Δεν είχαν χρήματα ή δεν μπορούσαν να ανακαινίσουν το σπίτι και ζούσαν μαζί με τα σημάδια του φονικού» αναφέρει ο Μπάμπης Καρπουχτσής.
Ιστορική μνήμη ως εξωτερική πολιτική
Ένα κρίσιμο στοιχείο που διαπνέει την έρευνα είναι η λειτουργία της ιστορικής μνήμης ως εργαλείου άσκησης εξωτερικής γερμανικής πολιτικής. Το 2014 για πρώτη φορά ένας Γερμανός πρόεδρος, ο Γιόαχιμ Γκάουκ, πηγαίνει στους Λιγκιάδες Ιωαννίνων και ζητά συγγνώμη ή συγχώρεση από τις οικογένειες των δολοφονηθέντων.
«Το 2014 είναι λίγο αργά, αλλά κάλλιο αργά παρά ποτέ. Και το 2000 ο Γιοχάνες Ράου είχε τη δυνατότητα να πει κάτι αντίστοιχο στα Καλάβρυτα, αλλά δεν το έκανε. Ο Γκάουκ το έκανε. Δεν ήταν ίσως τυχαίο και το timing, γιατί μέσα στην οικονομική κρίση οι ελληνογερμανικές σχέσεις είχαν φτάσει στο ναδίρ» παρατηρεί ο Μπάμπης Καρπουχτσής, σημειώνοντας ότι η «συγγνώμη» του Γκάουκ έχει εντυπωθεί στη μνήμη πολλών κατοίκων μαρτυρικών χωριών. «Ήταν μια κίνηση-τομή για τη γερμανική εξωτερική πολιτική συμφιλίωσης αλλά και μια χειρονομία που οι απόγονοι και οι εκπρόσωποι των θυμάτων περίμεναν δεκαετίες».
Η κίνηση δεν μένει μόνο στα λόγια. Λίγο αργότερα αρχίζουν οι διαδικασίες, αν και χρονοβόρες, για την ίδρυση Ελληνογερμανικού Ιδρύματος Νεολαίας και Ελληνογερμανικού Ταμείου για το Μέλλον. Όπως διευκρινίζει o πολιτικός επιστήμονας, το δεύτερο είναι ένα καθαρά γερμανικό ταμείο «διότι δεν συμμετέχει επίσημα η ελληνική πολιτεία, αλλά μόνο το γερμανικό υπουργείο Εξωτερικών, οπότε το όνομα είναι λίγο προβληματικό». Μάλιστα, όπως λέει, οι απόψεις διίστανται: «αυτό το Ταμείο από τη μια πλευρά κατακρίνεται αρκετά από το Δίκτυο Μαρτυρικών Πόλεων και Χωριών, αλλά από την άλλη το χρησιμοποιούν διάφοροι φορείς, μεταξύ αυτών σύλλογοι, πανεπιστήμια, κάποιοι φορείς της κοινωνίας των πολιτών μαρτυρικών τόπων, κάποιες Ισραηλιτικές Κοινότητες αλλά και ιδιώτες για πρότζεκτ μνήμης και συμφιλίωσης». Για τον ίδιο άλλη είναι η βασική πηγή προβληματισμού: «Όταν η πλευρά του θύτη ζητά συμφιλίωση δεν μπορεί να είναι ταυτόχρονα εκείνη που θέτει τους όρους της διαδικασίας συμφιλίωσης και της επαναπροσέγγισης, ειδικά όταν μιλάμε για εγκλήματα πολέμου, για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, για το Ολοκαύτωμα, για την καταστροφή ολόκληρων χωριών και τη σφαγή ανθρώπων».
Ανοιχτές πληγές και ανάγκη συμφιλίωσης
Το 2025 συμπληρώνονται 80 χρόνια από το τέλος του Β´Παγκοσμίου Πολέμου. «Ογδόντα χρόνια μετά, τα αισθήματα έχθρας ή αντιδικίας έχουν καταλαγιάσει, αυτό το κεφάλαιο κλείνει. Οι πολίτες των δύο χωρών είναι πλέον συμπολίτες στο πλαίσιο της ΕΕ» παρατηρεί ο Μπάμπης Καρπουχτσής.
«Οι δύο χώρες έχουν στενές διπλωματικές, οικονομικές και κοινωνικές σχέσεις. Ακριβώς γι' αυτό είναι τόσο επίπονο το θέμα. Όταν έχεις μια τόσο στενή φιλία, πώς γίνεται να επιτρέπεις αυτή η πληγή να παραμένει ανοιχτή τόσα χρόνια, να κάνεις σαν να μην υπάρχει; Ακόμη και ογδόντα χρόνια μετά υπάρχει και οφείλει να υπάρχει χώρος για συζήτηση, ειδικά μεταξύ φίλων χωρών που πιστεύουν σε μια δίκαιη τάξη πραγμάτων και υποστηρίζουν το διεθνές δίκαιο. Mεταξύ χωρών, οι οποίες θέλουν δίκαιες διεθνείς σχέσεις, υποστηρίζουν την ειρήνη, θέλουν να μην γίνονται πόλεμοι και επιθέσεις και να μην είναι ποτέ στόχος ο άμαχος πληθυσμός».
Αυτό προκύπτει και από τη δική του έρευνα.
Οι κάτοικοι των μαρτυρικών χωριών δεν ζητούν κατ' ανάγκη αποζημιώσεις με την στενή οικονομική έννοια του όρου, όπως συχνά παρουσιάζεται.
«Ζητούν αναγνώριση και την έναρξη διαλόγου μεταξύ των δύο κυβερνήσεων. Αυτό έχει μια τεράστια ποιοτική διαφορά. Το να μην υπάρχει καν διάλογος επί του θέματος ανάμεσα σε δυο χώρες που έχουν τόσο στενούς δεσμούς αφήνει άσχημη εντύπωση (...) Πολύ συχνά στην Ελλάδα και τη Γερμανία το θέμα προσεγγίζεται μόνο από την οικονομική του πλευρά, ως ένα ζήτημα οικονομίας και αριθμών. Μέσα από τη δική μου έρευνα προέκυψε κυρίως ως θέμα αναγνώρισης του εγκλήματος και της αδικίας».
Ο ίδιος, γεννημένος το 1987, έχοντας φοιτήσει στην Γερμανική Σχολή Θεσσαλονίκης και έχοντας σπουδάσει στη Γερμανία, πιστεύει στον ειλικρινή ελληνογερμανικό διάλογο και συνοψίζει: «Πέρα από την επιστημονική έρευνα, βλέπω και την πολιτική δυσκολία του θέματος και για τις δύο χώρες από μια προσωπική οπτική γωνία. Κατανοώ ότι οποιοσδήποτε πολιτικός στη Γερμανία φοβάται ότι με μια τέτοια συζήτηση μπορεί να ανοίξει ο ασκός του Αιόλου. Από την άλλη, πιστεύω πως καμία ελληνική κυβέρνηση δεν θα ήθελε να δημιουργήσει ένα νομικό προηγούμενο και να εκθέσει την πιο δυνατή οικονομία της Ευρώπης σε μια λαίλαπα αποζημιώσεων, από την οποία ίσως η Γερμανία δεν θα μπορεί να ξεμπλέξει ποτέ. Κάποια θέματα λύνονται πολιτικά κι όχι νομικά. Πιστεύω ότι υπάρχει χώρος για συζήτηση επειδή ακριβώς είναι φίλες χώρες. Η όποια κίνηση ή διαδικασία συμφιλίωσης και επαναπροσέγγισης θα πρέπει βέβαια να λαμβάνει υπόψιν τον αποδέκτη μιας τέτοιας πολιτικής και ειδικά την πλευρά των θυμάτων. Αν γίνει αυτό, πιστεύω ότι στο μέλλον οι σχέσεις μπορεί να γίνουν ακόμη πιο στενές».
Διαβάστε τις Ειδήσεις σήμερα και ενημερωθείτε για τα πρόσφατα νέα.
Ακολουθήστε το Skai.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.