ΚΑΙΡΟΣ

«Δύο προς ένα». Η εκδίκηση του ανατολικογερμανικού μάρκου

Μια νέα γερμανική κωμωδία μας πάει πίσω στην εποχή της νομισματικής ενοποίησης το 1990, εμπνευσμένη από πραγματικά γεγονότα μιας απάτης, που έμεινε ακαταδίωκτη

Ιούλιος 1990. Στην αρχή του μήνα οι Ανατολικογερμανοί έχουν πλέον αποκτήσει αυτό που για πολλούς ήταν το βασικό κίνητρο της ενοποίησης. Το δυτικό μάρκο. Η νομισματική ενοποίηση προηγείται της κρατικής ενοποίησης για προφανείς πολιτικούς λόγους και αυτό θα δημιουργήσει ορισμένα…. κενά. Οι λογαριασμοί των Ανατολικογερμανών μετατρέπονται σε δυτικό νόμισμα σε αναλογία 1:1 (ένα προς ένα) μέχρι τις 6.000 για τους άνω των 60 ετών, μέχρι 4.000 για τους ενήλικες και μέχρι 2.000 για παιδιά μέχρι 14 ετών. Τα υπόλοιπα ποσά ανταλλάσσονται με αναλογία 2:1 ή 3:1 με κριτήριο το πότε συγκεντρώθηκαν.

Τι να τα κάνεις τόσα λεφτά;

Τα ανατολικογερμανικά χαρτονομίσματα αποσύρονται και μεταφέρονται σε μια αποθήκη στη μέση του πουθενά, κοντά στην Χάλμπερσταντ, μια πόλη 40.000 κατοίκων στη Σαξονία-Άνχαλτ. Η φύλαξη πάντως δεν είναι και τόσο… φανατική και μια παρέα κατοίκων, που ανακαλύπτει την «κρυψώνα» αρχίζει να μαζεύει χαρτονομίσματα με τα τσουβάλια και να αναζητεί τρόπους να τα μετατρέψει σε δυτικά. Η ιστορία αυτή αποτελεί το σενάριο της ταινίας «Δύο προς Ένα» (Zwei zu Eins) της Νάτγια Μπρούνκχορστ, στην οποία μεταξύ άλλων πρωταγωνιστεί η βραβευμένη ηθοποιός Σάντρα Χίλερ («Ζώνη Ενδιαφέροντος», «Ανατομία μιας Πτώσης»).

Στην πραγματικότητα κάποιοι άγνωστοι που δεν βρέθηκαν ποτέ απέσπασαν αδιευκρίνιστο ποσό από τα αποσυρθέντα χρήματα, αλλά οι αρχές προτίμησαν να μην ασχοληθούν περισσότερο με το ζήτημα. Περασμένα, ενωμένα, ξεχασμένα.

Συμπαθείς απατεώνες

Στην ταινία οι ήρωες είναι συμπαθείς, ελαφρώς απελπισμένοι αρχικά, αλλά εξαιρετικά ευρηματικοί. Εκμεταλλεύονται το γεγονός ότι τους απομένουν τρεις ημέρες για αγορές με ανατολικά μετρητά οποιουδήποτε προϊόντος και δημιουργούν ένα τεράστιο δίκτυο μαύρης αγοράς, αποκτώντας αρχικά και πουλώντας μετά στη Δύση φουρνάκια, τηλεοράσεις, στερεοφωνικά και άλλες συσκευές. Έτσι καταφέρνουν την δική τους ανταλλαγή νομίσματος, έστω με «Δύο προς Ένα», που κορυφώνεται και με άλλες «ανακαλύψεις» στη συνέχεια. Για παράδειγμα διπλωμάτες της Ανατολικής Γερμανίας, που ζούσαν στο εξωτερικό ως προνομιούχοι του παλιού καθεστώτος με γερό κομπόδεμα, έχουν δικαίωμα ανταλλαγής απεριόριστων ποσών μέχρι τον Νοέμβριο. Συγκεντρώνουν έτσι ένα καθόλου ευκαταφρόνητο ποσό, που αποφασίζουν στη συνέχεια σε μια «κρίση ομαδικότητας και αλληλεγγύης» να επενδύσουν, αγοράζοντας την παρατημένη πλέον Επιχείρηση Λαϊκής Ιδιοκτησίας (VEB) για να συνεχίσουν να τη λειτουργούν. Το ιδιότυπο «ξέπλυμα χρήματος» αποκτά έτσι έναν ευγενικό στόχο.

Βιομήχανος με 1 μάρκο

Κορυφαία στιγμή της ταινίας είναι όταν ανακαλύπτουν ότι αυτή η αγορά θα τους κοστίσει μόλις ένα (1) δυτικό μάρκο. Αυτός είναι ένας σαφής υπαινιγμός για τον ρόλο της Τρόιχαντ (Treuhand), που ανέλαβε την εκποίηση και ιδιωτικοποίηση της κρατικής περιουσίας της DDR, ξεπουλώντας πράγματι αρκετές επιχειρήσεις σε δυτικούς επενδυτές για μόλις ένα μάρκο, με την υπόσχεση ότι θα τις εκσυγχρονίσουν και θα συνεχίσουν να τις λειτουργούν. Κάτι που πολλές φορές δεν συνέβη.

Η ταινία παρουσιάζει έτσι με σαρκασμό αρκετές από τις λιγότερο φωτεινές πτυχές της γερμανικής ενοποίησης και είναι σίγουρο ότι θα προκαλέσει περισσότερα θετικά σχόλια στα πέντε «νέα κρατίδια» της χώρας, ειδικά σε εκείνα τα τμήματα του πληθυσμού που θεωρούν ακόμα ότι η ενοποίηση δεν ήταν παρά μια καταβρόχθιση της Ανατολικής Γερμανίας από τη Δυτική.

Αυτό άλλωστε ακούγεται κάποιες φορές από τους πρωταγωνιστές, μαζί με τον φόβο τους για την επερχόμενη ανεργία και τη συνολικότερη αβεβαιότητα που καταφθάνει ασταμάτητη. Όλα αυτά πάντως παρουσιάζονται περισσότερο με χιούμορ και λιγότερο με επιθετική διάθεση. Ο σαρκασμός χτυπά πότε στη Δύση και πότε στην Ανατολή. Σε κάποιον διάλογο, όταν ένας εν των «συνωμοτών» απορεί γιατί τα ήθελαν τόσα χρήματα στο προηγούμενο καθεστώς και κυρίως γιατί είχαν τυπώσει χαρτονομίσματα των 200 και 500 ανατολικών μάρκων που δεν κυκλοφόρησαν ποτέ στην αγορά, η απάντηση είναι αφοπλιστική: «τα θέλαμε για να εξαγοράσουμε τους Δυτικούς».

Ανοικτοί λογαριασμοί

Σε όλη τη διάρκεια του φιλμ ο ακόμα ασκών καθήκοντα Ανατολικογερμανός αστυνομικός παρουσιάζεται ως αφελής και υπέρ του δέοντος αφιερωμένος σε μια υπηρεσία και σε ένα κράτος, που όλοι γνωρίζουν ότι σε λίγο θα πάψει να υπάρχει. Είναι μια σαφής αιχμή για το πνεύμα υποταγής, που χαρακτήρισε μεγάλο μέρος του πληθυσμού στο ανατολικό κομμάτι της διαιρεμένης Γερμανίας.

Συνολικά η ταινία δείχνει να προσπαθεί να θυμίσει τα λάθη και τις προκαταλήψεις που σημάδεψαν μια διαδικασία εξπρές, ενάντια σε κάθε οικονομική λογική και χωρίς υπολογισμό του κόστους. Δείχνει ότι το κεφάλαιο ενοποίηση δεν έχει κλείσει ακόμα και αποτελεί ίσως και τον καλύτερο προάγγελο για το τι θα συμβεί αυτό το φθινόπωρο στις εκλογές σε τρία ανατολικογερμανικά κρατίδια. Λειτουργεί ίσως και ως υπενθύμιση για την ανάγκη μιας ειλικρινούς αποτίμησης ενός ιστορικού γεγονότος.

Ποιος είναι ο πονηρός και ποιος ο αδαής;

Το σχετικό happy end επιτυγχάνεται μόνο όταν η ευελιξία που είχαν αναπτύξει οι Ανατολικογερμανοί για να ξεγελούν ένα αυταρχικό καθεστώς συναντά την αρτηριοσκληρωτική ανικανότητα των Δυτικογερμανών να λύσουν προβλήματα για τα οποία δεν υπάρχουν… οδηγίες χρήσης. Ο ρόλος του αδαούς σε αυτό το άγνωστο και για τις δυο μεριές νέο τοπίο μοιάζει με μπαλάκι του πινγκ-πονγκ που πηγαινοέρχεται στις δύο πλευρές των πεσμένων πια «τειχών». Η γηραιότερη κυρία της παρέας των «απατεώνων» απαντά στους δυτικούς εκπροσώπους, που έρχονται ως «δικαστές» όταν ανακαλύπτεται η μεγάλη κομπίνα, ότι δεν έχουν καμιά δικαιοδοσία, αφού η κρατική ενοποίηση δεν έχει ακόμα συντελεστεί. Και αυτοί αποχωρούν άφωνοι και άπραγοι…

Στην πραγματική ζωή όμως αυτό δεν λειτούργησε παρά σπάνια, όπως θυμίζει στο τέλος της ταινίας η αναφορά στο γεγονός ότι ελάχιστες ανατολικές επιχειρήσεις κατάφεραν να επιβιώσουν στη δυτική αγορά.

Πηγή: Deutsche Welle