Πάμπλο Πικάσο. Kαι μόνο το όνομα αρκεί για να προσελκύσει την προσοχή του κόσμου της τέχνης. Και έτσι δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι ένας Πικάσο έγινε σύμβολο για το πώς η Γερμανία χειρίστηκε το θέμα των κλεμμένων έργων τέχνης από το ναζιστικό καθεστώς. Πρόκειται για τον πίνακα «Μαντάμ Σολέρ» του 1903, της Γαλάζιας Περιόδου του Ισπανού καλλιτέχνη, ο οποίος εκτίθεται στην Πινακοθήκη Μοντέρνας Τέχνης στο Μόναχο. Σύμφωνα με το μουσείο δεν πρόκειται για κλεμμένο έργο.
Ο Ιστορικός Γιούλιους Σεπς το βλέπει τελείως διαφορετικά. Ο πίνακας ανήκε ξεκάθαρα στον θείο του, τον Γερμανοεβραίο τραπεζίτη και συλλέκτη έργων τέχνης Πάουλ φον Μέντελσον Μπαρτόλντι. Ο ομότιμος καθηγητής Σύγχρονης Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Πότσνταμ ερεύνησε για χρόνια το θέμα και έγραψε ένα βιβλίο με τίτλο: «Σε ποιον ανήκει η "Μαντάμ Σολέρ" του Πικάσο;». Όπως λέει, ο πίνακας πουλήθηκε το 1935 εξαιτίας των διώξεων εναντίον των Εβραίων μετά την κατάληψη της εξουσίας από τον Χίτλερ το 1933. «Το γεγονός ότι η Βαυαρία ισχυρίζεται ότι δεν έγιναν διώξεις μέχρι το 1935 είναι εντελώς ανιστόρητο», δηλώνει οργισμένος σε συνέντευξή του στην Deutsche Welle.
Ο δύσκολος ρόλος της Συμβουλευτικής Επιτροπής
Πριν από είκοσι χρόνια συστάθηκε η Συμβουλευτική Επιτροπή για την κλεμμένη τέχνη από τους Ναζί με στόχο να προβαίνει σε συστάσεις σε περίπλοκες περιπτώσεις. Το πρόβλημα όμως είναι ότι η Επιτροπή μπορεί να επέμβει μόνο εάν συμφωνήσουν και τα δύο μέρη. Στη συγκεκριμένη περίπτωση πάντως το κρατίδιο της Βαυαρίας αρνείται να προχωρήσει σε διαπραγματεύσεις, σύμφωνα με τον πρόεδρο της Επιτροπής Χανς Γιούργκεν Παπίερ. .
Ο πρόεδρος της επιτροπής ζητά να είναι δυνατή και η μονομερής συγκλησή της, χωρίς τα μουσεία να χρειάζεται να δώσουν τη συγκατάθεσή τους και μάλιστα οι συστάσεις της Επιτροπής να είναι δεσμευτικές.
Η Γερμανία υπέγραψε τις λεγόμενες «Αρχές της Ουάσιγκτον» το 1998, σύμφωνα με τις οποίες 43 κράτη δεσμεύτηκαν να εντοπίζουν «έργα τέχνης που κατασχέθηκαν ως αποτέλεσμα των ναζιστικών διώξεων και να βρίσκουν δίκαιες λύσεις» με τους ιδιοκτήτες ή τους κληρονόμους τους. Η Γερμανία δεν συμμορφώνεται, λέει ο Γιούλιους Σεπς. «Η Γερμανία είναι η χώρα των δραστώνκαι σε αυτή τη χώρα οι κληρονόμοι απελπίζονται με τον τρόπο που τους αντιμετωπίζουν», τονίζει και συμπληρώνει πως αν δεν γίνει επιτέλους κάτι, η φήμη της Γερμανίας θα πληγεί διεθνώς.
Η υφυπουργός Πολιτισμού Κλάουντια Ροτ, με αφορμή τη συμπλήρωση είκοσι χρόνων από τη σύσταση της Επιτροπής, δήλωσε πως θα υπάρξουν διαβουλεύσεις με τα ομόσπονδα κρατίδια, ώστε να καταστεί δυνατή η μονομερής προσφυγή στην Επιτροπή.
Ο πρόεδρος της Επιτροπής Χανς Γιούργκεν Παπίερ ζητά όμως να γίνουν περισσότερα. Ζητά ένα νόμο για την αποκατάσταση των ζημιών. Στα 20 χρόνια λειτουργίας της εξέδωσε 23 συστάσεις και «αυτό είναι πολύ λίγο», επισημαίνει ο Παπίερ.
Ένα παράδειγμα επιστροφής
Μια χαρακτηριστική περίπτωση επιστροφής ήταν το 2017, όταν η οικογένεια Ρέινολντς έλαβε πίσω μια υδατογραφία του Καρλ Σμιτ-Ρότλουφ. Ο Βέρνον Ρέινολντς, 87 ετών σήμερα, είναι εγγονός του Εβραίου επιχειρηματία και συλλέκτη έργων τέχνης Μαξ Ρύντενμπεργκ, στον οποίο ανήκε ο πίνακας.
«Τι είναι οι πίνακες ζωγραφικής;» διερωτάται σε συνέντευξή του στην DW. Θα προτιμούσε να μιλάει όπως λέει για τους ανθρώπους που χάθηκαν παρά για την απόδοση των έργων τέχνης. «Μπορείς να επιστρέψεις έργα τέχνης αλλά όχι ανθρώπους», λέει. «Έχασα τον πατέρα μου και τους παππούδες μου και από τις δύο πλευρές. Θείους, θείες, όλοι χάθηκαν για πάντα».
Ο Βέρνον Ρέινολντς που γεννήθηκε στο Βερολίνο το 1935 επέζησε μαζί με τη μητέρα του χάρη και στη συλλογή των έργων τέχνης του παππού του Μαξ Ρύντενμπεργκ. Πούλησαν ό,τι μπορούσαν για να φύγουν από τη χώρα. Ο αδελφός και η αδελφή του Βέρνον κατάφεραν με ένα καραβάνι με παιδιά να φτάσουν στην Αγγλία. Η μητέρα του κατάφερε να διαφύγει με τον Βέρνον, ο οποίος ήταν τριών ετών τότε. Ο πατέρας του όμως πέθανε στο Άουσβιτς όπως και ο παππούς του και η γιαγιά του στο στρατόπεδο εξόντωσης Τερέζιενστατ.
Διαβάστε τις Ειδήσεις σήμερα και ενημερωθείτε για τα πρόσφατα νέα.
Ακολουθήστε το Skai.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.