ΚΑΙΡΟΣ

«Ιστορίες Καλοσύνης»: Ένας Λάνθιμος από τα παλιά – Τρεις σπονδυλωτές ιστορίες με διαφορετικούς χαρακτήρες, που όμως έχουν κάτι κοινό…

Η ταινία δεν είναι αυτή που θα περίμενε κανείς από τον Έλληνα δημιουργό, έπειτα από την εκτόξευσή του στο Χόλιγουντ, τα Όσκαρ και τα σαλόνια της κινηματογραφικής ελίτ...

Ένας παντρεμένος άντρας είναι υποχείριο του αφεντικού του, καθώς ο δεύτερος του διαμορφώνει όχι μόνο το καθημερινό του πρόγραμμα (τι να τρώει, πότε να κάνει σεξ, τους κωδικούς του σπιτιού του), αλλά στην κυριολεξία ορίζει ολόκληρη τη ζωή του. Ένας αστυνομικός που λατρεύει τη γυναίκα του, είναι απαρηγόρητος από την εξαφάνισή της σε ναυάγιο. Όταν όμως επιστρέφει ζωντανή, εκείνος παρατηρεί αλλαγές στη συμπεριφορά της (τρώει σοκολάτα, ενώ παλιά τη σιχαινόταν, ξεχνά το αγαπημένο του τραγούδι κ.ά.) που δεν έχουν λογική εξήγηση κι αποφασίζει να πάρει δραστικά μέτρα. Ένα παράξενο ζευγάρι αναζητά τη γυναίκα η οποία ανταποκρίνεται στις προδιαγραφές του πνευματικού ηγέτη μιας αίρεσης που βασίζεται στην καθαρότητα του σώματος και την ευεργετική ιδιότητα του νερού.

Τρεις σπονδυλωτές ιστορίες με διαφορετικούς χαρακτήρες (όλοι οι ερμηνευτές έχουν δώσει τον καλύτερο εαυτό τους, αλλά οι συνταρακτικές μεταμορφώσεις του Τζέσι Πλέμονς είναι εκείνες που τον οδήγησαν στη βράβευσή του στις Κάννες), που όμως έχουν κάποια κοινά σημεία επαφής στην υπόθεσή τους, καθώς και μια ισχυρή ιδέα γύρω από το ζήτημα του ελέγχου και της χειραγώγησης. Αυτός είναι ο πυρήνας των ειρωνικών «Ιστοριών καλοσύνης».

Πρόκειται για μια δραματική ταινία, βρετανικής παραγωγής του 2024, σε σκηνοθεσία Γιώργου Λάνθιμου, με τους Έμα Στόουν, Τζέσι Πλέμονς, Γουίλεμ Νταφόε, Μάργκαρετ Κουάλεϊ, Χονγκ Τσάου κ.ά. Δείχνοντας – ίσως και επιδεικνύοντας – την ακατάβλητη αυτοπεποίθησή του, ο Γιώργος Λάνθιμος, αφήνει πίσω του τα γοτθικά μονοπάτια και την καλλιτεχνική φαντασμαγορία των «Poor Things» και «Ευνοούμενης», για να επαναφέρει και να επιβάλει το δικό του σινεμά, αυτό του «Κυνόδοντα», εμπλουτισμένου, βεβαίως, με τη διεθνή εμπειρία του. Εμπιστευόμενος και πάλι τον στενό συνεργάτη του Ευθύμη Φιλίππου στο σενάριο, που συνέγραψαν, θα ενώσει παιχνιδιάρικα τρεις ανεξάρτητες ιστορίες, με τίτλο και τίτλους τέλους.

Ο ειρωνικός τίτλος της ταινίας κρύβει την αγριότητα ενός κόσμου που έχει απαρνηθεί κάθε έννοια της καλοσύνης, κάτι που ο Λάνθιμος μας σερβίρει με μία μηδενιστική διάθεση – ανελέητα μισάνθρωπη - και αφήνοντας στον θεατή το δικαίωμα να αναλύσει ή και να σκεφτεί πού χωρά ο ίδιος μέσα σε αυτές τις τρεις ιστορίες.

Το ιδιαίτερα εσωστρεφές ίσως και επιδεικτικά αφαιρετικό σενάριο και η ανατομική ματιά του σκηνοθέτη, θα επαναφέρει στις αγκάλες του εκείνους που είχαν αρχίσει να απομακρύνονται από το σινεμά των δύο προηγούμενων ταινιών του. Με ένα σαρδόνιο χαμόγελο και σκωπτικό βλέμμα, ο Λάνθιμος ξεψαχνίζει έναν κόσμο από την κλειδαρότρυπα, που μπορεί να μοιάζει υπερβολικός, αλλά μάλλον βρίσκεται δίπλα μας και πολλές φορές αποτελούν τη «νέα κανονικότητα». Άνθρωποι με αυτοκαταστροφικές επιθυμίες, που εύκολα διαλύουν τους πάντες δίπλα τους, έτοιμοι να θυσιάσουν χωρίς καμία ηθική αναστολή τα πάντα για το χρήμα, την εξουσία, ακόμη και τη βολή. Ένα δυστοπικό μέλλον που τρέχει με χίλια για να συναντήσει το σήμερα.

Κάποιος θα μπορούσε να υποστηρίξει ότι αρκεί να δεις τα όσα γίνονται, σε παγκόσμιο επίπεδο, για την κοινωνική πρόνοια, τις δομές υγείας, την κοινωνική ασφάλιση και τις εργασιακές συνθήκες ή να ακούσει μια γιαγιά από κάποιο απόμερο Κυκλαδονήσι για την αλλαγή του κόσμου που το επισκέπτεται, για να καταλάβει πού οδεύει αυτός ο κόσμος. Όμως, το σινεμά, κατά βάση είναι θέαμα και ο Λάνθιμος, πρέπει να διηγηθεί τη δική του ιστορία μέσα από έναν αλληγορικό, νοηματικό λαβύρινθο, με τον Μίτο της Αριάδνης να έχει γίνει κομμάτια και ο Θησέας να γίνεται υποχείριο του Μινώταυρου.

Τεχνικά, το φιλμ φαίνεται να επιστρέφει στο σινεμά με το οποίο μας είχε συστηθεί ο Λάνθιμος, με τους αποστειρωμένους χώρους, την ψυχρή ατμόσφαιρα, τα ασθενικά ορισμένες φορές χρώματα, το νευρικό μοντάζ, τους πειραγμένους φακούς, τις λοξές λείψεις, να λειτουργούν προς την κατεύθυνση ενός ύπουλου και σαδιστικού έργου, ελλειπτικής και γκροτέσκας αισθητικής, εικόνων που δεν κανακεύουν αλλά ενοχλούν και αναδεικνύουν τη βαρβαρότητα των ιστοριών του.

Από το καστ ο Λάνθιμος θα πάρει για μια ακόμη φορά το καλύτερο, με την Έμα Στόουν να είναι έτοιμη να τσαλακωθεί ανεπιφύλακτα, τον Νταφόε να μεταμορφώνεται με ευκολία σε κάθε συνθήκη, τον Τζέσι Πλέμονς να αποδεικνύει ότι δεν είναι απλώς ένας καλός ηθοποιός, αλλά ένας σπουδαίος ερμηνευτής, διαθέτοντας μία τεράστια γκάμα τεχνικών επιλογών και ένα δαιμόνιο ταλέντο – κερδίζοντας και το βραβείο ερμηνείας στις Κάννες πριν από λίγες μέρες.

Εν κατακλείδι, η ταινία (με τις όποιες αδυναμίες της) δεν είναι αυτή που θα περίμενε κανείς από τον Έλληνα δημιουργό, έπειτα από την εκτόξευσή του στο Χόλιγουντ, τα Όσκαρ και τα σαλόνια της κινηματογραφικής ελίτ. Είναι μάλλον μία ηθελημένη απομάκρυνση απ’ όλα αυτά, καθώς δεν ήταν δύσκολο να συνειδητοποιήσει ότι τα μεταξωτά βρακιά, θέλουν και επιδέξια οπίσθια. Και αυτά, όπως φαίνεται, δεν είναι διατεθειμένος να τα χαρίσει, για το πολυπόθητο Όσκαρ σκηνοθεσίας ή κάποιες άλλες διακρίσεις. Και ασχέτως αν μας ταιριάζει ή όχι το σινεμά του ή υπάρχουν μεγάλες αμφιβολίες για το μέγεθος της αξίας του, η επιλογή του αυτή τον καθιστά έναν σημαντικό δημιουργό και έναν άνθρωπο από τα… περασμένα.

Πηγή: skai.gr