ΚΑΙΡΟΣ

Γάλα με αφλατοξίνες σε πέντε βαλκανικές χώρες

Στις αρχές της δεκαετίας του 1960 μυστηριώδης ασθένεια «θέρισε» 100.000 γαλοπούλες στη Βρετανία. Ηταν η πρώτη γνωριμία της επιστήμης με τις αφλατοξίνες, (a.fla.toxins - τοξίνες παραγόμενες από τον μήκυτα aspergillus flavus). Μισό αιώνα αργότερα, η ανθρωπότητα έχει επιτύχει τη μετατροπή των εξαιρετικά τοξικών αφλατοξινών σε βιολογικά όπλα, αλλά όχι και την απομάκρυνσή τους από τη διατροφική αλυσίδα.



Εδώ και μία εβδομάδα, δεκάδες εταιρείες παραγωγής γάλακτος σε πέντε βαλκανικές χώρες (Σερβία, Κροατία, Βοσνία, Μαυροβούνιο, Αλβανία) αποσύρουν γάλα από τα ράφια, λόγω κινδύνου επιμόλυνσης με αφλατοξίνες.

Η πρώτη «βόμβα» έπεσε στις 19 Φεβρουαρίου από τον γραμματέα γεωργίας της σερβικής επαρχίας της Βοϊβοντίνα, Γκόραν Ζέσιτς, ο οποίος ανακοίνωσε υψηλές συγκεντρώσεις αφλατοξινών σε 30 δείγματα γάλακτος δέκα διαφορετικών εταιρειών. Οι συγκεντρώσεις κυμαίνονταν από 10% έως και 200% άνω του επιτρεπόμενου ορίου. Εν συνεχεία το σκάνδαλο διευρύνθηκε σε πολλές βαλκανικές χώρες. Ως την ώρα που γράφονταν αυτές οι γραμμές ο ΕΦΕΤ δεν είχε εντοπίσει δείγματα γάλακτος με αφλατοξίνες στην ελληνική επικράτεια.

Το 2012 ήταν έτος μεγάλης ξηρασίας στη Σερβία, στοιχείο που συνέβαλε στην ανεξέλεγκτη διάδοση του μήκυτα aspergillus. Τα μολυσμένα σιτηρά χρησιμοποιήθηκαν ως ζωοτροφές με αποτέλεσμα να περάσουν στο γάλα των αγελάδων, με μορφή αφλατοξίνης Μ1. Εκτιμήσεις αναφέρουν ότι ώς και το 70% της περυσινής παραγωγής σερβικού καλαμποκιού είναι μολυσμένο. Αντίστοιχα προβλήματα εμφανίστηκαν στις ΗΠΑ, όπου η ξηρασία του 2012 οδήγησε στην προσβολή του 50% της σοδειάς καλαμποκιού του Μιζούρι από aspergillus. Το 2011 το ποσοστό ήταν 8%.

Το πρόβλημα με τον aspergillus είναι ότι δεν διακρίνεται από τους άκακους πρασινωπούς μήκυτες που προσβάλλουν τις καλλιέργειες σιτηρών, παρά μόνο με εργαστηριακούς ελέγχους. Αυτό οδηγεί στη συχνή κατανάλωσή του από τους πολίτες χωρών με διάτρητους ή ανύπαρκτους μηχανισμούς ελέγχου. Το αμερικανικό Κέντρο Ελέγχου Ασθενειών εκτιμά ότι ως και 4,5 δισεκατομμύρια άνθρωποι (επί συνόλου παγκόσμιου πληθυσμού 7 δισεκατομμυρίων) κινδυνεύουν από έκθεση σε αφλατοξίνες.

Στον ανεπτυγμένο κόσμο, αν εντοπιστούν 100 μολυσμένα σπυριά καλαμποκιού σε μία νταλίκα, το φορτίο θεωρείται αυτομάτως μολυσμένο και καταστρέφεται. Στις φτωχές χώρες, άνθρωποι και ζώα απλώς καταναλώνουν τις αφλατοξίνες, υποφέροντας από τις συνέπειες. Σε ακραίες περιπτώσεις πεθαίνουν ακαριαία, όπως συνέβη το 1974 στην Ινδία και το 2004 στην Κένυα, αλλά συνήθως οι τοξίνες δρουν σωρευτικά, προξενώντας μεταξύ άλλων καρκίνο του ήπατος, ανοσοκαταστολή και μεταλλάξεις.

Τα τελευταία χρόνια ο παγκόσμιος διάλογος γύρω από τις αφλατοξίνες δεν επικεντρώνεται στο πώς θα εξαλειφθούν από την τροφική αλυσίδα ώστε να βελτιωθεί η υγεία του παγκόσμιου πληθυσμού, αλλά στο αν πρέπει να ανεβούν τα επιτρεπτά όρια, προκειμένου να ενισχυθεί το διεθνές εμπόριο. Οι εναρμονισμένοι κανόνες της Ε.Ε. προβλέπουν επιτρεπτό όριο αφλατοξίνης στα τρόφιμα 4 ppb (μέρη ανά δισεκατομμύριο). Αντίθετα, ο Διατροφικός Κώδικας Codex Alimentarius είναι πολύ πιο ελαστικός, ανεβάζοντας στο όριο στα 15 ppb. Λειτουργώντας ως σημείο αναφοράς για την επίλυση εμπορικών διαφωνιών στον ΠΟΕ, ο Codex Alimentarius κινδυνεύει να γίνει ο μοχλός για να «λυθεί» παγκοσμίως το πρόβλημα των αφλατοξινών μέσω της αύξησης των επιτρεπόμενων ορίων.

Πηγή: H ΚαθημερινήΠηγή: skai.gr