Κλείσιμο

Φοίβος Δεληβοριάς: Αναζητώ τις μελωδίες που ένιωσα μικρός

Πότε γεννήθηκε η επιθυμία σου να συναντήσεις τον Μάνο Χατζιδάκι;

Το 1989 ήμουνα 16 χρονών και εκείνος 64. Eίχε κάνει άπειρα πράγματα, είχε ηρεμήσει, τον ενδιέφερε περισσότερο η πνευματική αναθεώρηση του έργου του από τη λαϊκή του απήχηση. Ο Χατζιδάκις ήταν από το είδος των καλλιτεχνών που έχουν μια λάμψη και μια αλήθεια που εκτείνεται πάρα πέρα από το να εκφράζουν απλά μια γενιά συνομήλικων της εποχής τους. Νομίζω ότι αυτού τού είδους οι καλλιτέχνες, όταν σχεδόν έχουν ολοκληρώσει το έργο τους, βρίσκουν μεγαλύτερη ανταπόκριση και αντίκτυπο σε ανθρώπους πολύ νεότερούς τους.

Μέχρι τότε άκουγα τα πιο ενδιαφέροντα μουσικά πράγματα τής δεκαετίας τού 80, Πιτερ Γκάμπριελ, Κέιτ Μπούς και μέσα από κει διαμόρφωνα σιγά-σιγά μια αντίληψη. Αγαπούσα την μουσική, ήθελα να κάνω μουσική και έψαχνα τριγύρω. Ένα βράδυ λοιπόν είδα στην τηλεόραση τον Χατζιδάκι να μιλάει. Κι ενώ μέχρι τότε τον είχα σαν αυτές τις αυστηρές μορφές των προγόνων, που λές «μεγάλος αλλά δεν μ’ ενδιαφέρει», ξαφνικά μου φάνηκε σαν ένας άνθρωπος από το μέλλον, σαν να έχει ταξιδέψει μέσα από πολλές δεκαετίες για να μιλήσει σε μένα, ένα άσχετο παιδάκι τής δεκαετίας του '80.

Σιγά σιγά άρχισα να παίρνω τους δίσκους του και να διαβάζω όλες τις συνεντεύξεις του. Η καλή συγκυρία ήταν, ότι πλέον είχε μια πάρα πολύ ενδιαφέρουσα και αναθεωρητική στάση στα γεγονότα του καιρού του, μίλαγε ελεύθερα και απροσδόκητα για τα πολιτικά, την ζωή, τα ερωτικά. Και σκέφτομαι κάτι απλό και ωστόσο, όχι προφανές:«Αυτός ο άνθρωπος μένει δίπλα μας, είναι ολοζώντανος και μένει στην ίδια πόλη με μας». Και πήγα να τον βρω.

Πως τον γνώρισες;

Τότε έκανε μιά σειρά παραστάσεων στο «Ζoom» στην Πλάκα και κάθε απόγευμα έκανε πρόβα εκεί.Το έμαθα αυτό και πήγα με μια κασσετούλα με 5-10 μουσικές απόπειρες. Θυμάμαι να πηγαίνω με το τρόλεϊ και παρότι διαρκούσε 10 λεπτά αυτή η διαδρομή ήταν ή μεγαλύτερη τής ζωής μου.

Πότε ηχογραφήσατε τον πρώτο δίσκο με τον Μάνο Χατζιδάκι;

Αφού άκουσε την κασέτα με κάλεσε στο σπίτι του. Μου μίλησε για τον Μπρασένς και τους Γάλλους τραγουδοποιούς του '50, μου είπε ότι αυτοί ήταν το κλειδί που δεν ήξερα πως έχω. Μου είχε ήδη βρει δασκάλους μουσικής διότι αρμονικά είχα την κλασική φτωχή ακολουθία των κιθαρωδών, και άρχισε να με καλεί κάθε τόσο σπίτι του, κρίνοντας και εξετάζοντας τα καινούργια τραγούδια. Συζητούσαμε πάρα πολύ για το σινεμά, για τα βιβλία, για την συμφωνική μουσική, για την δυσκολία τού να κάνεις ένα Ελληνικό έργο που να περιέχει αλήθεια.

Μετά από ένα χρόνο αυτής τής επαφής  μου είπε «Διάλεξε 10-12 κομμάτια σου, ξεκινάμε στούντιο». Τώρα φυσικά που ακούω αυτό που προέκυψε διακρίνω την αγωνία ενός άπειρου τραγουδοποιού, που προσπαθεί να επικοινωνήσει με τον ολοκληρωμένο ποιητικό και μουσικό κόσμο ενός σπουδαίου. Αν έχει κάτι συγκινητικό αυτός ο δίσκος είναι αυτό. Κατά τα άλλα έχει ελάχιστη καλλιτεχνική αξία.

Ποιο είναι το αντίστοιχο πρώτο βήμα κάποιου που ξεκινάει σήμερα στον κόσμο της μουσικής;

Το βήμα είναι πάντα το ίδιο: παύω να ακούω μόνο τα πράγματα της εποχής μου που έχουν επιτυχία και έχω την υπομονή να το αντιμετωπίσει όλο αυτό σαν ένα εσωτερικό παιχνίδι, που θα φτάσει στην απόλυτη αλλαγή του εαυτού του. Το τραγούδι είναι κάτι άλλο από κάτι που μπαίνει στο σπίτι μας από το ραδιόφωνο. Οι άνθρωποι που θα έρθουν για να μείνουν στο χώρο και όχι απλά για μία επιτυχία 2-3 ετών και να εξαφανιστούν, είναι όσοι θα δουν τι το δημιούργησε όλο αυτό, ποια μεγάλη παράδοση υπάρχει πίσω, χωρίς αυτό δεν γίνεται τίποτα, χωρίς να συνομιλήσεις με τους νεκρούς δεν μπορείς να παράγεις ζωή. Ο Χατζιδάκις δημιούργησε κάτι που αντέχει και μακριά από την δική του παρουσία. Φυσικά θα πάρεις απόσταση από όλους αυτούς τούς δασκάλους για να βρεις ποια είναι η απόλυτα δική σου ματιά, αλλά πρώτα πρέπει να συνομιλήσεις με μερικούς μεγάλους είτε από μακριά είτε από κοντά. Όσο είσαι ζωντανός και χορεύεις ή λές βλακείες ή πηγαίνεις σε διαδηλώσεις σίγουρα θα υπάρχεις για ένα κοινωνικό μικρόκοσμο, μιας εποχής. Όταν κάνεις όμως ένα δίσκο, πρέπει να φροντίζεις να υπάρχει ακόμα και εσύ να μην υπάρχεις, να έχει μία αξία αυτόνομη, να σε γνωρίζουν βαθιά μόνον μέσα από τον δίσκο σου.

Πως συνθέτεις μουσική;

Προσπαθώ να ξαναβρώ μια μελωδία που να θυμίζει κάτι που αισθάνθηκα μικρός, που θα μου δώσει την -ψευδή ίσως- αίσθηση ότι έπιασα κάτι που δεν είναι μόνο δικό μου, που έρχεται από έναν πολύ πιο ολοκληρωμένο πλανήτη από αυτόν που ζω.

Τι εννοείς;


Πιστεύω ότι από πολύ παιδάκια ξέρουμε ότι πέρα από τη ζωή υπάρχει και κάτι άλλο.  Δηλαδή πέρα από τις βαρετές στιγμές που ζούμε και κάτι περιμένουμε, να σπάσει το ρεύμα της καθημερινότητας, κάτι υποψιαζόμαστε.

Κοιτάζουμε ένα τοπίο και μας πάει κάπου αλλού, σε μία εικόνα ζωής που την ποθούμε και ας μην την έχουμε ζήσει ποτέ. Όλο αυτό τον μακρινό πλανήτη τον αντιλαμβάνονται, τον ψηλαφούν με χρώματα, με εικόνες όλοι οι άνθρωποι όταν ερωτεύονται ή όταν πονάνε ή όταν έχουν μία ανάγκη βαθύτερη από τη ροή του «πρέπει να κάνω τις δουλειές μου».... Είναι σαν να υποψιάζονται ότι κάπου υπάρχει μία άλλη γη από αυτή που ζούμε εμείς εδώ, πολύ πιο ωραία πολύ πιο πλούσια, πολύ πιο πολύχρωμη. Όλος αυτός ο πλανήτης είναι η πνευματική ανάγκη τού ανθρώπου. Ότι δηλαδή υπάρχει κάτι άλλο που είναι έξω ή βαθιά μέσα μας. Μέσα από την δημιουργία προσπαθείς να αποσπάσεις απ’ αυτή τη γη ένα τραγούδι, μια μουσική.

Ποια είναι η γνώμη σου για την εφήμερη μαζική επιτυχία στην μουσική;

Οι περισσότεροι άνθρωποι αποφεύγουν όπως ο διάβολος το λιβάνι να βρουν τον εαυτό τους, έχουν ανάγκη να ακολουθήσουν μια μαζική επιτυχία, ένα κυρίαρχο ρεύμα. Υπάρχει μουσική πού σε ναρκώνει για να εξυπηρετεί το βαθιά αντικοινωνικό σύστημα. Ακούς κάτι πού δεν σε εκφράζει, αλλά μονότονα αναπαράγει κάτι πού ήδη ξέρεις, ένα ρυθμό συνεχώς ή μια μελωδία που έχεις ακούσει χιλιάδες φορές που δεν έχει καμία πρωτοτυπία.

Με μια τέτοια μουσική, πείθεσαι για λίγο ότι είσαι μέσα στην εποχή, ότι τα πάντα προχωράνε. Αλλά όλο αυτό μαραζώνει, μαραίνεται και τελειώνει πάρα πολύ γρήγορα. Η κοινωνία καταπιέζει τους ανθρώπους, τους λεει δεν είσαι ελεύθερος, αναπαράγει τον κύκλο του αίματος και της βίας.  Όλα αυτά ποτέ δεν θα σταματήσουν αλλά ταυτόχρονα θα υπάρχει και η πεποίθηση ότι έξω από όλα αυτά, υπάρχει κάτι πλήρες και όμορφο.

Οι δημιουργοί που ξεχνάνε τη διάθεση του κόσμου απλά να ξεσκάσει, ενδιαφέρονται για την οριστική απόδραση του ανθρώπου από μία προκαθορισμένη ζωή, μια μικροαστική αντίληψη της πραγματικότητας.

Ποια είναι η γνώμη σου για την Αθήνα;

Είναι μια πόλη που δεν αγαπήθηκε παρά από ελάχιστους. Οι περισσότεροι Έλληνες την έβλεπαν σαν την συνισταμένη των ψευδαισθήσεών τους, είναι λοιπόν μια χωματερή κακοφορμισμένων ελληνικών ονείρων. Οι παλιοί Αθηναίοι αστοί (ένα ήδη ελάχιστα αυθεντικό είδος) φωνάζουν να φύγουν οι βλάχοι, οι βλάχοι δέρνουν κρυφά τους μετανάστες, οι εγκληματίες από κάθε χώρα έρχονται εδώ γιατί η πληγή είναι ανοιχτή και τους τραβάει. Και δυστυχώς οι έως τώρα δήμαρχοι βλέπουν την πόλη αυτή σαν ένα βηματάκι στην πολιτική σταδιοδρομία τους. Η ιδέα ενός δημάρχου τύπου Καμίνη ήταν καλή, δεν βλέπω όμως ούτε μια στοιχειώδη βελτίωση του βίου μας προς το παρόν. Και να σκεφτεί κανείς ότι πρόταση για την Αθήνα υπάρχει ολοκληρωμένη από τα χρόνια της γενιάς του '30, από τα χρόνια του Πηκιώνη.

Πιστεύεις ότι η δημιουργία στην Ελλάδα είναι συνέχεια σε λίστα αναμονής;

Ναι, και γι’ αυτό φταίνε οι μαζικές ψευδαισθήσεις κάθε είδους. Όλοι μισούν κάποιους άλλους προκαθορισμένα, ανάλογα με την οικογένεια ή την παρέα στην οποία ανήκουν. Ελπίζω αυτή η κρίση να φέρει το τέλος των ψευδαισθήσεων, να αρχίσουμε να δημιουργούμε απ’ την αρχή με βάση τις δικές μας δυνάμεις. Ποτέ δεν θα πειστώ ότι είναι πολύ αργά. Θέλει όμως και μια συναίσθηση θανάτου, ότι μια εποχή τέλειωσε για πάντα. Οι περισσότερες αντιδράσεις είναι προς το παρόν νοσταλγικές γι’ αυτό που τέλειωσε.

Υπάρχουν άνθρωποι που θεωρούν ότι δεν θα πεθάνουν ποτέ;!

Είναι μεγάλη ωριμότητα να ξέρεις ότι όλα είναι τέφρα και θάνατος, ότι δεν θα πας πολύ μακριά αν δεν κατανικήσεις το εγώ σου κι’ αυτή την «αθάνατη υπεράνθρωπη σου φύση» με την οποία υποθέτεις ότι κάνεις πράγματα για να είσαι εξουσία για λίγο καιρό. Πόσοι πολιτισμοί έγιναν σκόνη επειδή δε έβλεπαν ότι ήταν φθαρτοί, τον θάνατο μπροστά τους;
Πρέπει να έχουμε ένα καθημερινό πένθος να ξέρουμε ότι κάθε χαρά μας είναι πεπερασμένη. Πολλοί γουστάρουν να δημιουργούν μικρόκοσμους, αυλές, σόγια, προστατευόμενους που τα τροφοδοτούν με ψευδαισθήσεις και μόλις χαθεί η πατρική μορφή τους, εξαφανίζονται μαζί και οι κοινωνικές παραφυάδες τους. Από την άλλη βέβαια να μην είμαστε θάνατο-λάγνοι, νοσηρά προσηλωμένοι στην ιδέα ότι όλα θα τελειώσουν οπότε τι νόημα έχει το πράγμα; Γιατί κι’ αυτό σε κάνει να παραιτηθείς, παύεις να δίνεις, να αγαπάς, να προχωράς στη ζωή σου.

Δύσκολη η ζωή;

Είναι δύσκολη βέβαια αλλά η αγαπητική ματιά την κάνει πιο εύκολη. Και τι είναι αυτή η ματιά; Είναι να ξέρεις ότι δεν είσαι το κέντρο του κόσμου, ότι χρειάζεσαι το δόσιμο ενός άλλου ή το να δώσεις εσύ σε κάποιον άλλον για να υπάρξει. Αυτά είναι πνευματικές αλήθειες που από την αρχαιότητα τις ξέρουν οι σοφοί του κόσμου. Όλα τα αρχαία κείμενα, όλες οι θρησκείες, όλες οι παραδόσεις εκεί τελειώνουν: στο ότι η αγάπη είναι η μόνη ουσιαστική μηχανή επιβίωσης. Κι αυτό πρέπει να το θυμόμαστε και τώρα, που δικαιολογημένα αγανακτούμε και θέλουμε να γκρεμίσουμε μερικά πράγματα. Πρέπει να μην ξεχνάμε τους σοφούς, αν δεν θέλουμε η εξέγερσή μας να οδηγήσει γρήγορα σε έναν νέο απολυταρχισμό.

Πηγή: Λίλιαν Αλεξάκου