Του ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΔΑΥΛΟΥ
 
Δυστυχώς ήρθε ξανά εκείνη η εποχή. Η εποχή που οι κυβερνώντας και οι ποδοσφαιρικοί παράγοντες θα συζητήσουν έντονα -χωρίς να αφήνουν κανένα περιθώριο για παρεκτροπές- την αντιμετώπιση της οπαδικής βίας. Έτσι θα πουν. Θα ακουστούν μεγάλα λόγια και τα γνωστά κλισέ: Το μαχαίρι θα φτάσει στο κόκκαλο, θα επέλθει πλήρης εξυγίανση και άλλα τέτοια βαρύγδουπα. Αιτία ο χαμός του 19χρονου Άλκη. Είχαν ξαναγίνει αυτές οι συζητήσεις όταν είχε χαθεί το 2007 ο Μιχάλης Φιλόπουλος στην Παιανία. Επίσης έχουν σκοτωθεί επειδή υποστηρίζουν μία ποδοσφαιρική ομάδα, άλλοι δύο οπαδοί στη Θεσσαλονίκη το 2017 και το 2020. Και κάθε φορά «τελειώνει η βία στα γήπεδα». Κάθε φορά διακόπτεται το πρωτάθλημα για μερικές ημέρες, αλλά περιέργως ξαναρχίζει λίγο αργότερα χωρίς να έχει γίνει τίποτα. Τίποτα απολύτως. Και η «ποδοσφαιρομάνα Ελλάδα» με το λιγότερο θεαματικό πρωτάθλημα ποδοσφαίρου σε όλη την Ευρώπη, συνεχίζει να βλέπει τους χούλιγκανς να συγκρούονται, θεωρώντας ότι το πρόβλημα θα λυθεί χωρίς να συγκρουστεί κανένας με αυτούς. 
Δεν θέλει να συγκρουστεί με τους χούλιγκανς η κυβέρνηση κι έτσι δεν νομοθετεί αυτά που πρέπει και μπορεί. Δεν θέλουν να συγκρουστούν μαζί τους οι ομάδες κι έτσι δεν τους εξορίζουν από τα γήπεδα. Δεν θέλει να συγκρουστεί μαζί τους η Αστυνομία κι έτσι δεν κάνει εκκαθαριστικές επιδρομές στα γραφεία των συνδέσμων που είναι γνωστοί για την βίαιη δράση τους ή δεν κάνει ελέγχους έξω από τα γήπεδα. Ας τα δούμε λοιπόν ένα-ένα.


Τί θα μπορούσε να κάνει η κυβέρνηση.

Κατ’ αρχάς θα μπορούσε να ακολουθήσει τη μέθοδο Θάτσερ. Πολλοί θα θυμούνται την Τραγωδία του Χέιζελ και την απόφαση της τότε Βρετανής Πρωθυπουργού που είπε «ως εδώ και μη παρέκει» και απέκλεισε τις ομάδες της Βρετανίας για πέντε χρόνια από την Ευρώπη. Και σε συνεργασία με την ΟΥΕΦΑ μάλιστα. Κι ας χάθηκαν εκοτομμύρια. Απλά. Κι όταν πέρασαν τα πέντε χρόνια δεν ξανάνοιξε μύτη, διότι στο εσωτερικό της χώρας έγιναν όλα εκείνα που όφειλαν να γίνουν για την ασφάλεια στα γήπεδα. Κάμερες, προσωποποιημένα εισιτήρια, αριθμημένες θέσεις κλπ. Κι έτσι σήμερα τα γήπεδα της Αγγλίας είναι γεμάτα κάθε φορά που παίζει η οποιαδήποτε ομάδα, σε οποιαδήποτε πόλη, σε οποιαδήποτε κατηγορία. 
Αλλά στην «ποδοσφαιρομάνα Ελλάδα» εξακολουθούμε να μην μπορούμε να διοργανώσουμε έναν τελικό κυπέλου με οπαδούς και παραμένει αδύνατον για έναν φίλαθλο να παρακολουθήσει την ομάδα του σε εκτός έδρας παιχνίδια.


Τι θα μπορούσαν να κάνουν οι ομάδες.

Θα μπορούσαν κάποια στιγμή να κοιτάξουν την μεγάλη εικόνα και το μακροπρόθεσμο συμφέρον τους, αντί να κοιτάζουν κοντόφθαλμα. Προτιμούν λοιπόν να τα έχουν καλά με τους Συνδέσμους και να είναι ικανοποιημένες με τους λίγους σίγουρους πελάτες που θα έχουν σε κάθε μικρό αγώνα, αντί να επιδιώξουν να διευρύνουν το πελατολόγιό τους. Μόνο που αυτό θα χρειαστεί μεγάλες θυσίες.
Οι κινήσεις είναι απλές. Κόβεις τα εισιτήρια στους Συνδέσμους. Όλοι θα πληρώνουν την τρέχουσα τιμή για να μπουν στο γήπεδο. Κι αν δεν βγαίνει η τσέπη τους, απλά δεν θα βλέπουν την ομάδα. Διότι πληρώνοντας θα την σέβονται κιόλας. 
Επίσης όλοι θα αγοράζουν μόνο ένα εισιτήριο -το δικό τους- με ταυτότητα και η φάτσα τους θα είναι αποτυπωμένη πάνω σε αυτό. Είτε στην ηλεκτρονική είτε στην έγχαρτη μορφή. Και όταν θα μπαίνουν στο γήπεδο θα κάθονται εκεί που γράφει το εισιτήριο. Και δεν θα είναι μαζεμένοι σε μία κερκίδα, αλλά απλωμένοι σε όλο το γήπεδο. Διότι πολύ απλά στην ηλεκτρονική πώληση, θα «ανοίγουν» και θα «κλείνουν» οι κερκίδες τυχαία. Δηλαδή, την Δευτέρα στις πέντε το απόγευμα πουλάμε την 1, την 10 και την 20. Σε μία ώρα πουλάμε την 5, την 15 και την 25. Την επόμενη ώρα την 8, την 18 και την 28. Και πάει λέγοντας. Έτσι, δεν θα υπάρχει ένα μπλοκ 2.000 οπαδών το οποίο δεν έχει ελέγξει κανείς στην πόρτα, άρα εκτός από σημαίες, βεγγαλικά και μικρές βόμβες, κρύβει ρόπαλα, μαχαίρια και ξυράφια. Αυτό σημαίνει ότι οι άνθρωποι του γηπέδου θα μπορούν να ελέγξουν τα εισιτήρια, τις ταυτότητες και τις τσάντες των οπαδών, ενώ θα μπορούν και οι κάμερες να καταγράφουν πιθανές αξιόποινες πράξεις. Διότι δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο έλεγχος εισόδου σε έναν ιδιωτικό χώρο είναι ευθύνη του ιδιώτη και όχι της αστυνομίας.


Τί μπορεί να κάνει η Αστυνομία

Προφανώς να ξεκαθαρίσει τους Συνδέσμους. Να κάνει επιδρομές, να συλλάβει γνωστούς «αρχηγούς» και να επιβάλει απαγορεύσεις εισόδου στους σεσημασμένους χουλιγκάνους οι οποίοι θα πρέπει να βρίσκονται σε συγκεκριμένο αστυνομικό τμήμα πολύ πριν και πολύ μετά από κάθε αγώνα της ομάδας τους.


Επίσης οι αστυνομικοί θα πρέπει να συνδράμουν στον έλεγχο γύρω από το γήπεδο κατά την προσέλευση αποτρέποντας την κίνηση οργανωμένων ομάδων κρούσης. Θα πρέπει να ελέγχουν από νωρίς το μετρό, για εισιτήρια, για τσάντες που μπορεί να κρύβουν πυρομαχικά, αλλά να κάνουν αισθητή την παρουσία τους και στις πόρτες των γηπέδων βοηθώντας τους ανθρώπους της ομάδας με τους δύστροπους οπαδούς που αντιδρούν στον έλεγχο. Πως; Απλά απομακρύνοντάς τους. 


Θα μου πείτε θα πραγματοποιηθούν όλα αυτά να αμέσως; Προφανώς όχι. Θα αυξήσουν το κόστος, ενώ θα περιοριστούν για ένα σημαντικό διάστημα οι θεατές; Φυσικά. Αυτή η περίοδος όμως θα έχει ημερομηνία λήξεως. Διότι μόνο έτσι θα εξυγιανθούν σιγά-σιγά τα ποδοσφαιρικά γήπεδα. Και όταν αυτό θα αρχίσει να γίνεται σαφές, όταν θα φανεί ότι κάτι άλλαξε, τότε θα επιστρέψουν στις κερκίδες οι οικογένειες, που πλέον στην Ελλάδα δεν υπάρχουν ούτε για δείγμα. Θα ξαναπάνε να δουν παιχνίδια οι πατεράδες με τους γιούς, αλλά και οι νέοι με τις κοπέλες τους. Θα επανέλθουν οι φίλοι και οι παρέες που απλά θέλουν να δουν ένα παιχνίδι, να το ευχαριστηθούν και να στηρίξουν την ομάδα τους, είτε εντός είτε εκτός έδρας. Έτσι θα γεμίσουν τα γήπεδα και μαζί θα γεμίσουν και τα ταμεία των ομάδων. Διότι χωρίς οπαδούς στις κερκίδες, που εκτός από το εισιτήριο τους θα αγοράσουν και ένα αναμνηστικό μπλουζάκι ή ένα κασκόλ ή ένα καπέλο, ή ένα αναψυκτικό, πραγματικές εισπράξεις δεν θα υπάρξουν. Και τα τηλεοπτικά δικαιώματα απλά δεν φτάνουν.


Είναι καιρός να τα καταλάβουν όλοι. Οι καλοί οπαδοί και οι γεμάτες κερκίδες είναι ο μόνος τρόπος για να δούμε γήπεδα να λειτουργούν βιώσιμα στις μεγάλες πόλεις, αλλά και στην περιφέρεια. Θυμηθείτε ότι σήμερα εξακολουθούμε να έχουμε τουλάχιστον δύο ποδοσφαιρικά κουφάρια: το «Πανθεσσαλικό» και το «Παγκρήτιο».


Στην «Ποδοσφαιρομάνα Ελλάδα».